Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

ο ουρανός εντός μου...



τυχαία έπεσα σε αυτό το απόσπασμα από τη τελευταία ταινία για τη ζωή του Γιάννη του Αγγελάκα. Εδώ ο γιάννης καταλήγει με φίλους στον Ψηλορείτη, όπου στήνεται ένα πρόχειρο αλλά θερμό γλεντάκι. Κοιτάζοντας τους τόπους, τους ανθρώπους, ακούγοντας τις μουσικές, σκέφτηκα χρόνους άλλους, μια ζωή πιο απλή, πιο περήφανη, έναν λαό πιο απλό, πιο περήφανο, που μέτραγε τη ζωή όχι με το χρήμα...ίσως έναν λαό που δεν υπήρξε ποτέ, αλλά που μέσα μας, σε κάποιο σκοτεινό βάθος ανασαίνει βαριά.
Και μετά πώς φτάσαμε ως εδώ; πώς πουλήσαμε τον ουρανό για έπιπλα και σκεύη; πώς γίναμε φτωχοδιάβολοι και σκύβουμε το κεφάλι για να διασφαλίσουμε ότι αύριο ο μισθός θα μπει στη τράπεζα;
Γιατί μπορεί να είναι ο πρωθυπουργός μας αυτός που κάνει τα πάντα για να μη δυσαρεστήσει τους δανειστές μας. Αλλά οι δανειστές μας πρέπει να μείνουν ευχαριστημένοι για να συνεχίσουν να μας δανείζουν. Για να συνεχίσουμε να καταναλώνουμε, γιατί έχουμε ξεχάσει να παράγουμε. Και το ξέρουμε, γι'αυτό και το επιτρέπουμε ακόμη και αν διαμαρτυρόμαστε όταν μας χτυπά κατακούτελα. Στην πραγματικότητα, έχουμε πτωχεύσει εδώ και καιρό. Και πτωχεύσαμε πρώτα ηθικά. 
Ίσως τελικά όλο αυτό ξεκινά από πολύ παλιότερα, από την ένταξη μας στη νεωτερικότητα ως νεοέλληνες. Ίσως τελικά αυτός ο λαός δεν μπόρεσε ποτέ να ενταχθεί σε ένα τρόπο ζωής ασύμβατο - σε κάποια μέρη του - με τη κοσμοθεώρηση του...ίσως πάλι όλα αυτά να είναι ουσιοκρατικες αηδίες και οι κύκλοι του καπιταλισμού να εξηγούν καλύτερα το τί συμβαίνει.
Και τότε το μυαλό μου πάει μακριά σε έναν άλλο λαό, τους ινδιάνους. Η εικόνα που μας έχει μεταφερθει για τους ινδιάνους ως ευγενεις αγρίους μπορεί να είναι μία αντίστροφη αντανάκλαση της δυτικής αλλοτρίωσης, μία ρομαντική εικόνα που κρύβει μία σκληρή πραγματικότητα. Αλλά είναι γεγονός ότι αυτό που σήμερα είναι οι ινδιάνοι είναι μία θλιβερή σκιά του παρελθόντος τους. Κατήντησαν άνεργοι αλκοολικοί στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές των ΗΠΑ. Σίγουρα έχει να κάνει με τη πολιτική των εποίκων απέναντί τους, με ιστορικές αδικίες και εγκλήματα που ως και σήμερα βαραίνουν στις πλάτες τους. Αλλά ιστορικές αδικίες έγιναν σε πολλούς λαούς, και παρόλα αυτά κάποιοι τα κατάφεραν καλύτερα.
Και ύστερα έρχεται στο μυαλό μου το ποίημα του Baudelair, το αλμπατρος:
Και μόλις στο κατάστρωμα του καραβιού βρεθούν
αυτοί οι ρηγάδες τ' ουρανού, αδέξιοι, ντροπιασμένοι,
τ' αποσταμένα τους φτερά στα πλάγια παρατούν
να σέρνονται σαν τα κουπιά που η βάρκα τα πηγαίνει.


Ίσως λοιπόν κάποιες κουλτούρες να είναι πιο ασύμβατες με τη χρηματοπιστωτική πραγματικότητα. Ίσως όταν αυτές οι κουλτούρες -άσχετα πόσο αξιολογες- βρεθούν σε ένα τέτοιο περιβάλλον εξελίσσονται με πολύ παρακμιακό τρόπο...δεν είναι ο ξέφρενος καταναλωτισμός των ελλήνων μία αναστροφή της πιο περίπλοκης και "large" σχεσης τους με το χρήμα, σε αντίθεση με τους πάντα φειδωλούς, εργατικούς και ορθολογικούς γερμανούς, μίας σχέσης που ξεκινά από το κέρασμα και το δώρο, ακόμη και αν φτάνει στη βίλα και τη πόρσε; Η διαφθορά και η διαπλοκή -πρφανώς παθογένειες- δεν είναι ίσως μια απεγνωσμένη απόπειρα του διοιηκούμενου να αντιμετωπίσει και να προσωποποιήσει έναν απρόσωπο, γραφειοκρατικό και επιπλέον στην ελληνική του έκδοση αυθαίρετο και αναξιόπιστο κρατικό μηχανισμό; Και αν αυτά έχουν μια μικρή έστω δόση αλήθειας, τότε περιμένουμε να λυθεί το πρόβλημα με τη περαιτέρω γερμανοποίηση των θεσμών και των ανθρώπων μας;
Δε ξέρω αν είμαστε ασυμβίβαστοι με τη δυτική νεωτερικότητα. Τί σημαίνει άλλωστε ασυμβίβαστοι; οι άνθρωποι αλλάζουν, εξελίσσονται. Αλλά και αυτή η εξέλιξη είναι προϊόν της συναντησης του παλιού με το καινούριο. Και ακόμη αν με τους εξ εσπερίας το καινούριο είναι κοινό (έστω και με σχετικά δυσμενέστερους όρους), σίγουρα το παλιό μας διαφέρει. Ήταν μαθηματικά προβλέψιμη αυτή η εξέλιξη; Σίγουρα όχι. Είμαστε πάντα υπεύθυνοι για τις επιλογές που κάνουμε, όσο και αν αυτές επηρεάζονται από το ποιοι είμαστε. Ίσως όμως και ο προτεσταντικός καπιταλισμός να μας είναι - σε κάποιο κομμάτι της ύπαρξης μας - ξένος, με αποτέλεσμα τον (ηθικό και οικονομικό) ξεπεσμό μας εντός του. 
Το τί θα κάνουμε από δω και πέρα μου είναι άγνωστο. Φαντάζομαι ό,τι κάνουμε πάντα. Κουτσά στραβά θα αυτοσχεδιάσουμε...το πώς θα εξελιχθούμε εντός του υπάρχοντος μου είναι ακόμη πιο άγνωστο. Θα πρέπει να κατεβούμε από τον Ψηλορείτη της καρδιάς μας, να τον αφήσουμε για πάντα πίσω για τη βουή της Αθήνας; Μπορούμε να το κάνουμε;  Το μυαλό μου ξαναγυρνά στη Κρήτη...
Πώς έφτασα ως εδώ από τον Αγγελάκα;