Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

Ημερολόγιο μοτοσυκλέτας



- Είδα πρόσφατα τα ημερολόγια μοτοσυκλέτας! Υπέροχο! Είμαι ερωτευμένη με τον Τσε! Ταξιδευτής και επαναστάτης! τί τέλειο...

το γέλιο τους απλώνονταν στο μικρό διαμέρισμα. Η ανάσα τους μύριζε ελαφρά κρασί. Ανέμελα, δυνατά, γεμάτα αίμα. Μόλις πέρασαν στην Θεσσαλονίκη για σπουδές. Το βλέμμα τους δε χόρταινε να γυρίζει, να ρουφάει, μία ατέλειωτη και διάχυτη λαχτάρα να «ζήσουν τη ζωή». 

- Πόσο θα ήθελα και γω να γυρίσω τον κόσμο, να εγκατασταθώ κάπου μακρυά, στη Ν. Υόρκη, στο Βερολίνο, στη Κίνα, να γνωρίσω τα πάντα...
είπε ο ίδιος φοιτητής πολιτικών επιστημών που πριν από λίγο δήλωνε ενθουσιώδης πως θα ήθελε να γίνει επανάσταση στην Ελλάδα, γιατί η κατάστασή της πολύ τον πληγώνει. Όπως ήταν φυσικό, τα παιδιά γλυκοκοίταζαν προς τα αριστερά. Φέτος τους συναντούσες σε κάθε πάρτυ και εκδήλωση των «χώρων», σε κάθε πορεία. 

Έτσι κάπως τους γνώρισε. Σε μια συναυλία στο πανεπιστήμιο. Αυτός ήταν στη διοργάνωση, πτώμα, ανυπομονούσε να τελειώσει η όλη φάση και να πάει για ύπνο. Αυτοί τρισευτυχισμένοι. Τον πλησίασαν με δέος, τον ρώτησαν για τους διοργανωτές. «Καλή φάση» του είπαν, «να κάνετε και άλλα τέτοια». Εντυπωσιάστηκαν από τις γνώσεις του για «το χώρο», ποιος είναι ποιος, ποιοι κάναν τη κατάληψη στο παλιό εργοστάσιο, τί έγινε σε εκείνη τη πορεία, γιατί αυτοί δεν μιλούν με τους άλλους. Ειδικά τα κορίτσια τον κοιτούσαν με βλέμμα λαμπερό από ενθουσιασμό. Κολακεύτηκε, άρχισε της αναλύσεις, σχεδόν κόμπαζε, και απαντούσε στις εκδηλώσεις θαυμασμού τους λέγοντας «σιγά το πράμα». Και όντως, σιγά το πράμα. Όποιος τριγυρνούσε λίγο καιρό στα στέκια μάθαινε όλα τα κουτσομπολιά. Δεν ήταν δα και τόσο πολλά. Αλλά ταυτόχρονα φούσκωνε από περηφάνια... έτσι δέχτηκε τη πρόσκλησή τους για το πάρτυ. 

Ήξερε ότι θα το μετανιώσει. Τί δουλειά είχε εκεί πέρα; αλλά για κάποιο περίεργο λόγο, σηκώθηκε και πήγε. Απέρριψε μάλιστα και μία πρόταση παλιού του φίλου. Άρπαξε μια μπουκάλα φτηνό κρασί και τράβηξε για το φοιτητικό σπίτι. Το γνώρισε αμέσως: φώτα και παράθυρα ανοικτά, και από μέσα ακουγόταν δυνατά το «should i stay or should i go» των Clash. Χαμογέλασε. Άραγε να ήταν σύμπτωση; Νευρικά χτύπησε το κουδούνι.

Το πάρτυ δεν ήταν και τόσο άσχημο, τα παιδιά τουλάχιστον περνούσαν πολύ ωραία. Κάθισε δίπλα στη βιβλιοθήκη, έκανε πως χάζευε τα βιβλία. Σιγά σιγά έγινε ένα με το πηγαδάκι που σχηματίστηκε στο πάτωμα του σαλονιού. Το κρασί έφερνε βόλτες. Κουβέντιαζαν για τα πάντα. Για την επανάσταση, τα στέκια της πόλης, τις σπουδές τους, τα όνειρά τους. Έτσι έφτασε η κουβέντα και στον Τσε, αλλά και σε άλλα είδωλα...

- «Ναι αλλά από αυτούς που ξέρετε προσωπικά ποιον θαυμάζετε; ποιου τη ζωή ζηλεύετε»; ρώτησε μία 2οετής φοιτήτρια αρχιτεκτονικής; «Εγώ για παράδειγμα γνώρισα ένα παιδί που είναι στο 7ο έτος, ο οποίος γύρισε όλη την Κίνα μόνος του, γνώρισε κάθε είδους κόσμο, κοιμήθηκε στην ύπαιθρο. Μια φορά μάλιστα του επιτέθηκαν για να τον ληστέψουν, αλλά τελικά κατάφερε και ολοκλήρωσε το ταξίδι του χωρίς πρόβλημα. Κράτησε για έξι μήνες. Τώρα θέλει να πάει λέει περπατώντας μέχρι την Ιερουσαλήμ!»

Γύρισε και κοίταξε το πρόσωπο που έλαμπε προσπαθώντας να κρύψει ένα μειδίαμα που διαγράφονταν στο πρόσωπό του. Όχι ότι δεν του άρεσαν τα πεπραγμένα του πολυτεχνίτη. Άλλωστε είχε και αυτός το μερίδιο του από περιπέτεια. Ένα καλοκαίρι γύρισε με οτοστοπ την Ευρώπη. Τί ταξίδι... για μια στιγμή αναπόλησε, αμέσως όμως το μειδίαμά του νίκησε: τώρα ήταν η ευκαιρία του να εντυπωσιάσει μια και καλή, να κάνει πάταγο. Αλλά κάτι μέσα του δεν έστεκε καλά, κοντοστάθηκε, κοίταξε προβληματισμένος, και τότε ένα νέο μειδίαμα ξεπήδησε στο πρόσωπό του, ένα μειδίαμα διαφορετικό, λίγο ειρωνικό, λίγο πικρό.

- «Εσύ δηλαδή ποιον θαυμάζεις;» ρώτησε η αρχιτεκτόνισα. Γαμώτο με είδαν, δαγκώθηκε αυτός.

- «Ναι εσύ ποιον θαυμάζεις; εγώ δε μπορώ να σκεφτώ κανέναν από γνωστούς και φίλους, μπορείτε εσείς;», είπε μία 1οετής φοιτήτρια νομικής, που τον κοίταζε επίμονα από το προηγούμενο βράδυ.
Σιωπή έπεσε στη παρέα. Για μια στιγμή κοντοστάθηκε, κοίταξε το πάτωμα. Πήρε μια βαθιά ανάσα, και μίλησε:
- «Τη γιαγιά μου».

Γέλιο ξέσπασε στο δωμάτιο. Δεν ήταν αστείο, αλλά το κρασί είχε κάνει τη δουλειά του. Αυτός χαμογέλασε μαζί με τους υπόλοιπους.

- «Γιατί τη γιαγιά σου;» ρώτησε επίμονα η ίδια φοιτήτρια νομικής, η οποία δεν είχε γελάσει καθόλου, μόνο τον κοίταζε απορώντας.

Παγιδεύτηκε, δαγκώθηκε, δεν περίμενε να δοθεί συνέχεια. Αλλά αφού το ξεκίνησε, έπρεπε να το τελειώσει:

- «Γιατί γεννήθηκε σε αγροτικό προσφυγοχώρι της Θράκης, από μάνα που μόλις ήρθε από τη Τουρκία. Ο μπαμπάς της πέθανε όταν ήταν μικρή. Δούλεψε τη γη για όλη της τη ζωή. Γέννησε 5 παιδιά, έχασε το ένα, σπούδασε κάποια από αυτά, και επέμεινε να σπουδάσουν όταν ο άνδρας της έλεγε ότι δεν έφταναν τα λεφτά, που όντως δεν έφταναν. Στα 65 της χρόνια, ο άνδρας της έπαθε εγκεφαλικό και τον φρόντιζε στο κρεβάτι για 10 χρόνια μέχρι αυτός τελικά να φύγει. Της έβγαλε το λάδι. Τον έκλαψε όμως πραγματικά. Αυτή τη γυναίκα θαυμάζω πιο πολύ. Ποτέ δε ξεχνά ούτε τη γιορτή, ούτε τα γενέθλιά μας η γιαγιά. Αν φεύγουμε ταξίδι πάντα παίρνει να ρωτήσει αν φτάσαμε καλά.Και όποτε τη συναντώ καθόμαστε και λέμε ιστορίες απ' τα παλιά, και για το πώς πέρασαν τα χρόνια, και πώς οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν».

Μια βαθιά βουβαμάρα έπεσε στο δωμάτιο. Ακόμη και το cd που έπαιζε είχε τελειώσει.Όσο μιλούσε, το γέλιο που είχε αρχικά προκαλέσει μετατράπηκε αργά σε προσήλωση, και τελικά τα χείλια δαγκώθηκαν. όλοι κοιτούσαν αλλού, μόνο η νομικάρια τον κοιτούσε επίμονα, διερευνητικά, σχεδόν θυμωμένα. 

- «Γεια μας» είπε τότε, και άξαφνα, λυτρωτικά, τα ποτήρια σηκώθηκαν, και η φασαρία ξανάρχισε. Τώρα ακουγόταν σ' όλη τη γειτονιά το τραγούδι των Ten Years After: I'd love to change the world, but i don't know what to do... so i'll leave it up to you...


Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010

Berlin - Αποσπάσματα





Είναι όμορφο το συναίσθημα πως βρίσκεσαι στη καρδιά των πραγμάτων, εκεί που τα πράγματα συμβαίνουν, που γράφεται η ιστορία, πως δεν είσαι πια σε αποικία, σε μέρος ετερόνομο και ρημαγμένο. Αμέσως όμως αντιλαμβάνεσαι πόσο ξένος είσαι σε ξένο σκηνικό. Δεν ξέρω αν οι γερμανοί νιώθουν διαφορετικά. Εγώ πάντως την Ιστορία ακόμη δε τη συνάντησα...


Χιλιάδες σήραγγες διαπερνούν τα σωθικά του,ενώνουν το τεράστιο σώμα του, φέρνουν τον ταξιδιώτη γρήγορα εκεί που θέλει, τόσο γρήγορα. Είναι εντυπωσιακό πως πλέον μεγάλο κομμάτι των πολιτών των μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων περνάει ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του στα υπόγεια...ο σύγχρονος κόσμος έχει επιδοθεί σε όλα του τα πεδία σε μία τιτάνια απόπειρα να φέρει τους ανθρώπους πιο κοντά. Και φαίνεται να τα καταφέρνει, αλλά τα αποτελέσματα δεν ήταν ακριβώς αυτά που αναμενόταν


Η πόλη διατηρεί ακόμη ατόφια την αισιοδοξία της ένωσης δύο κόσμων, σαν φτιασιδωμένη 60άρα...λίγο γοητευτική μα πλέον λίγο αστεία. Ένας λαός ενωμένος πια, κοιτάει με αισιοδοξία το μέλλον. Αλλά το μέλλον, όπως και στο σοσιαλισμό, δε φαίνεται να ρχεται. Αυτή η ρημάδα η μεταβατική φάση, ούτε σαν δικαιολογία δεν εξυπηρετεί πια. Τώρα πλεόν όλα πάνε απλά προς τα πίσω.

Μωσαϊκό γλωσσών και χρωμάτων βρίσκεται παντού γύρω. Ανθρωποι από κάθε γωνιά και για κάθε διαφορετικό σκοπό. Φτωχοί πρόσφυγες από το Αφγανιστάν, αλλά και ανέμελη αμερικανική νεολαία που βρίσκεται στη πόλη με πρόγραμμα φοιτητικών ανταλλαγών, αποφασισμένη να γευτεί την μποέμικη ζωή της ευρωπαϊκής μητρόπολης. Το ότι βέβαια αναφέρομαι πιο λεπτομερώς στη δεύτερη κατηγορία δεν είναι τυχαίο. Τόσοι κόσμοι μέσα σε έναν, άραγε επικοινωνούν; άραγε είναι δυνατόν να επικοινωνήσουν; άραγε είναι δυνατό να μην επικοινωνήσουν; 

Συμβαίνουν τόσα πολλά στο Βερολίνο, που κάποιος θα μπορούσε να χαθεί, εκτός και αν είναι τουρίστας, ή αποφασισμένος να βυθιστεί για καλά στη μελωδική βουή του... τόσα πολλά, αλλά για έναν ξένο τόσο λίγα...

Οι πιο πολλοί θα γελούσαν αν έμπαινε σε σύγκριση το Βερολίνο με τη Θεσσαλονίκη. Εγώ όμως σε κάθε δρόμο ζητώ γνώριμα περάσματα και ήχους, τη φασαρία που τόσο είχα σιχαθεί και τώρα σαν αγαπημένη τη θέλω πίσω. στα πρόσωπα ζητώ γνωστούς. Οι πιο πολλοί φίλοι μου με βλέπουν τυχερό. Εγώ τους καλώ, με φοβέρες και μ' αίματα. Ο ενθουσιασμός τους για το κείθε, η παραίτησή μας. Η ζήλια τους, η μοναξιά μας.


Τελικά ίσως οι άνθρωποι μοιάζουν πιο πολύ με τα δένδρα, παρά με τα πουλιά.ανθούν σε συγκεκριμένα κλίματα, και καλό είναι να μένουν εκεί...