Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

Intellectum 7- δημοσίευση άρθρου μου για τη μπούρκα (επικαιροποιημένου και διορθωμένου)...ευχαριστώ!

Το 7ο τεύχος του intellectum θα βρίσκεται από αύριο στα ράφια των βιβλιοπωλείων "ΙΑΝΟΣ" και "Πρωτοπορία" στη Θεσσαλονίκη
 με τιμή 5 ευρώ.


Στο 7ο τεύχος, υπάρχουν μεταξύ άλλων άρθρα για τον ιδρυτή της Wikileaks, την εικονική επανάσταση του Facebook, την απαγόρευση της μπούρκας στην Ευρώπη, τα μέτρα κατά του καπνίσματος, την ουτοπία, τις φιλοσοφικές θέσεις του Νίτσε και του Κίρκεργκορ για το φθόνο και την μνησικακία, τον βασανισμό Παλαιστινίων, καθώς και μια σειρά πρωτότυπων άρθρων για την οικονομική κρίση. Τέλος, φιλοξενείται συνέντευξη με τον παγκοσμίου φήμης καθηγητή διεθνούς δικαίου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων William Schabas (διευθυντή του Ιρλανδικού Κέντρου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) για το ρόλο της πολιτικής στο διεθνές ποινικό δίκαιο και την επιλεκτική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Στο 7ο τεύχος έγραψαν οι: Αθηνά Αυγητίδου, Ελένη Λαλούμη, Αγγελική Κιτρίνη, Διονύσης Γρανάς, Χάρης Πεϊτσίνης, Βασιλική Τσακίρη, Σωτήρης Γάκος, Αλέξης Καζαντζίδης, Βίκτωρ Τσιλώνης, Παντελής Ραδίσης, Γρόλλιος Γιώργος, Γρηγόρης Γεροτζιάφας, Ελισάβετ Γρηγοριάδου, Chantel Tatoli, Irit Ballas, William Schabas.

Μεταφράσεις: Αθηνά Αυγητίδου, Νάνσυ Ράπτη, Βίκτωρ Τσιλώνης

Σκίτσα: Δημήτρης Καρλαφτόπουλος, Λίλα Αγραφιώτη.

Επίσης συμμετείχαν οι φωτογράφοι: Oliver Stahmann, Δηµήτρης Μπαλάσκας (untitledimages.gr), Αργύρης Λιαπόπουλος, Γιώργος Νέσης, Γεωργία Κουτσιάνου, Ορχάν Τσολάκ.

To 7ο τεύχος σχεδιάστηκε από τον Μιχάλη Καράκωστα (www.mkdesigns.eu).

Επιμέλεια τεύχους: Σοφία Γιοβάνογλου, Διαμαντής Κρυωνίδης, Γιώτα Φυτανίδου.

Υπεύθυνος Επικοινωνίας & Προώθησης: Κείμης Κρυωνάς

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

Δικαίωμα στη Μπούρκα;



Την πλήρη απαγόρευση της μπούρκας και του νικάμπ (του γυναικείου ενδύματος που επιτρέπει να φαίνονται μόνο τα μάτια) στους δημόσιους χώρους ψήφισε η Γαλλική Γερουσία. Στους παραβάτες θα επιβάλλεται πρόστιμο 150 € και θα υποχρεούνται να παρακολουθήσουν σεμινάρια γύρω από τη γαλλική υπηκοότητα, ενώ πολύ βαρύτερες ποινές προβλέπονται για αυτούς που τυχόν θα εξαναγκάσουν τις γυναίκες να φορέσουν τα παραπάνω ενδύματα. Ανάλογες ρυθμίσεις συζητά και το Βέλγιο.
Εκτός από το σοβαρότατο αυτό γεγονός, που σηματοδοτεί και θεσμικά τη πολιτική κομματιού της Ευρώπης, και μάλιστα του σκληρού της πυρήνα, απέναντι στους μουσουλμάνους, αφορμή για το εν λόγω άρθρο υπήρξε σχετική πρόσφατη δημοσίευση στο Έθνος της 3ης Σεπτεμβρίου1 της αγαπητής καθηγήτριας στο Συνταγματικό Δίκαιο της Νομικής του ΑΠΘ, Λίνας Παπαδοπούλου. Εφόσον υπήρξα φοιτητής της, είναι μεγάλος ο πειρασμός να συνεχίσω τη συζήτηση μαζί της και με άλλους τρόπους.
Κατ' αρχήν δεν μπορούμε παρά να επαναλάβουμε το αυτονόητο ότι η ευρεία προστασία τόσο της θρησκευτικής ελευθερίας ως ζωτικό μέρος της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, όσο και η ελευθερία της έκφρασης αποτελούν αναντίρρητο κεκτημένο του Δυτικού Πολιτισμού του Διαφωτισμού και των Δικαιωμάτων. Ο περιορισμός των δικαιωμάτων αυτών μπορεί να γίνει για πολύ συγκεκριμένους και σοβαρούς λόγους, όπως για την προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, της δημόσιας υγείας και της προστασίας δικαιωμάτων άλλων ατόμων. Επιπλέον, ένας σχετικός περιορισμός θα πρέπει να πάρει τέτοια μορφή, που να σέβεται την αρχή της ισότητας, δηλαδή να μην αναφέρεται μόνο σε μία θρησκευτική ή πολιτιστική ομάδα, αλλά σε οποιοδήποτε άτομο υιοθετεί ανάλογες συμπεριφορές. Έτσι για παράδειγμα, σε χώρους και συνθήκες όπου είναι απαραίτητη η εμφάνιση του προσώπου (αστυνομική εξακρίβωση, δημόσια υπηρεσία ή τραπεζικές συναλλαγές όπου απαιτείται η αυτοπρόσωπη παρουσία) θα ήταν θεμιτή η απαγόρευση όχι μόνο της μπούρκας ή του νικάμπ, αλλά οποιασδήποτε μορφής απόκρυψης του προσώπου2. Ανάλογη ρύθμιση έχει εφαρμοστεί στα βρετανικά σχολεία, με το αιτιολογικό ότι παρόμοιες ενδυμασίες εμποδίζουν την επικοινωνία της μαθήτριας με την καθηγήτριά της, η οποία επικυρώθηκε και από το Ανώτερο Δικαστήριο της χώρας. Αντίθετα, προβληματικός είναι ο σχετικός βελγικός νόμος: ξεπερνά μεν το σκόπελο της ισότητας με το να μην κάνει λόγο για τα συγκεκριμένα ενδύματα, αλλά γενικά για άτομα που κυκλοφορούν «με το πρόσωπο καλυμμένο μερικώς ή ολικώς και με ρούχα που είναι έτσι φτιαγμένα ώστε να μην είναι αναγνωρίσιμο το άτομο που τα φορά». Θεσπίζει όμως μία γενική απαγόρευση κάλυψης του προσώπου, η οποία καθόλου δεν μπορεί να στηριχθεί στην ανάγκη τήρησης της δημόσιας τάξης. Μία τέτοια καθολική απαγόρευση της κάλυψης του προσώπου σε δημόσιους χώρους αντιμετωπίζει όλους τους πολίτες ως εν δυνάμει παραβάτες και διαρκώς διαθέσιμους στον έλεγχο και την εποπτεία της αστυνομικής εξουσίας. Ο κίνδυνος τέλεσης εγκλημάτων δεν μπορεί να επιβάλλει έναν τόσο γενικό περιορισμό στην έκφραση και την συμπεριφορά των πολιτών. Ακόμη και ο διαφορετικής αφετηρίας αλλά ανάλογης εμπνεύσεως ελληνικός νόμος για τις κουκούλες ήταν πολύ πιο προσεκτικός, καθώς απαγόρευε την κάλυψη του προσώπου μόνο κατά τη διάρκεια δημοσίων συναθροίσεων.
Η κυρία Παπαδοπούλου από τη πλευρά της καθόλου δεν αναφέρεται σε μία γενική ή μερική απαγόρευση της κάλυψης προσώπου, αλλά θεμελιώνει την άποψή της για κατάργηση των συγκεκριμένων μόνο γυναικείων ενδυμάτων κυρίως στην ίδια την προστασία της ελευθερίας και της αξιοπρέπειάς των γυναικών που τα φορούν, καθώς, όπως λέει, «Το ολόσωμο και ολοπρόσωπο ένδυμα καταργεί το άτομο ως πρόσωπο...τα διαφοροποιητικά και ταυτοποιητικά χαρακτηριστικά του. Η πρόσληψη του τελευταίου ως προσώπου με ηθική αξία, και όχι ως ομογενοποιημένου μέλους μιας αγέλης, αποτελεί, ωστόσο, θεμελιώδη αρχή όλου του δυτικού πολιτισμού με βαθιά θεμέλια και μεγάλη ιστορική διαδρομή». Το επιχείρημα αυτό είναι σοβαρό. Η κατάργηση της ατομικότητας του προσώπου, η εκμηδένιση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, πνευματικών και φυσικών, που διαμορφώνουν τη προσωπικότητά του, αποτελεί σημαντική παραβίαση των δικαιωμάτων του. Ωστόσο είναι η απόκρυψη εκμηδένιση; Η αντίληψη ότι η μορφή της γυναίκας πρέπει να είναι ορατή μόνο στον νόμιμο σύζυγό και την οικογένεια της, εντός της οικίας, προφανώς και συνιστά βαρύ περιορισμό στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας της πρώτης, και μάλιστα για σκοπό νομικά μη αποδεκτό, αλλά δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι εκμηδενίζει την ατομικότητά της, καθώς η γυναίκα συνεχίζει να είναι, και να αντιμετωπίζεται από τον περίγυρό της, μέσα αλλά και έξω από το σπίτι της, ως άτομο συγκεκριμένο με «πρόσωπο» και προσωπικότητα, και όχι ως μία γυναίκα αφηρημένα. Βέβαια η προσβολή της αξιοπρέπειας είναι γεγονός. Από την άλλη όμως και η απαγόρευση μίας τέτοιας πρακτικής όταν αυτή είναι ηθελημένη, σίγουρα αποτελεί προσβολή της αξιοπρέπειας του ατόμου, στο βαθμό που παραβιάζει την άσκηση των θρησκευτικών του ελευθεριών, των πολιτιστικών του δικαιωμάτων και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του γενικά, ανεξάρτητα του αν αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση θα σήμαινε υπαγωγή σε ένα καθεστώς κοινωνικά ιεραρχικό. Αυτή την άποψη δέχονται στη πρόσφατη γνωμοδότησή τους γύρω από το θέμα και οι Δικαστές του Γαλλικού Συμβουλίου Επικρατείας, οι οποίοι, αναφέρονται στην κατοχύρωση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του δικαιώματος των προσώπων να ζουν τη ζωή τους σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους. Κατά συνέπεια, συνεχίζουν, είναι έωλο το επιχείρημα ότι η ενδυμασία αυτή προσβάλλει την αξιοπρέπεια της γυναίκας, αν αυτή επιλέγει να τη φοράει. Το Συμβούλιο της Ευρώπης από τη πλευρά του, στο προαναφερθέν ψήφισμα προκρίνει ως συναφές μέσο για την προάσπιση της αξιοπρέπειας των γυναικών την προστασία της ελεύθερης επιλογής των γυναικών να φορούν ή όχι μία θρησκευτική ενδυμασία.
Η αντίληψη περί απαγόρευσης της μπούρκας και του νικάμπ όταν θεμελιώνεται στην ελευθερία και την αξιοπρέπεια αυτών που τη φορούν με τη θέλησή τους, ουσιαστικά επιστρατεύει τον καταναγκασμό ως μέτρο αποκατάστασης μίας απολεσθείσας, ακόμη και ηθελημένα ελευθερίας, αλλά και μίας βαριά προσβληθείσας κοινωνικής ηθικής (άσχετα αν δρων και θύμα είναι το ίδιο άτομο και μόνο). Μία ανάλογη πρακτική θα δικαιολογούνταν για παράδειγμα στη περίπτωση όπου ο ενδιαφερόμενος θα προσπαθούσε να πουλήσει τον εαυτό του για σκλάβο, ή ένα σωματικό του όργανο. Κάτι τέτοιο όμως αποτελεί συμπεριφορά απόλυτα απαράδεκτη από τον νομικό πολιτισμό μας, παράνομη άνευ ετέρου και για όλους, ακόμη και αν το ίδιο το άτομο την επιθυμεί, γιατί όχι μόνο προσβάλει τα δικαιώματά του, αλλά αντιστρατεύεται τον ίδιο τον πυρήνα της σύγχρονης αντίληψης για τον άνθρωπο και την αξία του, ο σεβασμός της οποίας συνιστά όριο της «ελευθερίας» απαράβατο. Η κάλυψη του προσώπου από την γυναίκα μουσουλμάνα υποδηλώνει μεν μία αξιακή τοποθέτηση ξένη πλέον με αυτήν που διέπει το δυτικό πολιτισμό των δικαιωμάτων και ελευθεριών, στο βαθμό που υποβιβάζει την αξία και το ρόλο της γυναίκας. Το ότι κάτι τέτοιο όμως κρίνεται και αποδοκιμάζεται νομικά στη βάση μίας φορεσιάς, δηλαδή μίας πράξη νομικά αδιάφορης ως τώρα για το υπόλοιπο του πληθυσμού, μόνο με την υπόθεση ότι αυτή φέρει ένα ιδεολογικό φορτίο απαράδεκτο, είναι εξόχως προβληματικό. Δεν είναι η ίδια η φορεσιά (καθώς δεν απαγορεύεται καθ' αυτή η κάλυψη του προσώπου) αλλά αυτό που υποδηλώνει που οδηγεί στην απαγόρευσή της. Μία τέτοια πρακτική όμως είναι εξίσου αντίθετη με το διαφωτιστικό φιλελεύθερο πνεύμα των δικαιωμάτων και των ελευθεριών. Το νικάμπ δεν εντάσσεται επ' ουδενί στην ίδια κατηγορία πράξεων με την πώληση του εαυτού, και παρότι αποτελεί κατ' αρχήν προσβολή της προσωπικότητας, σίγουρα δεν είναι τέτοιας φύσης και έκτασης που να μην αίρεται όταν γίνεται αυτόβουλα. Έτσι, το επιχείρημα της συγγραφέως περιέχει μία αδιόρατη αλλά σημαντική αντιστροφή της φιλελεύθερης σκέψης. Βασική αρχή και πυλώνας της τελευταίας, είναι να «τιμωρεί» μία ιδέα, μόνο εκεί που αυτή εκδηλώνεται με πράξεις κοινώς απαράδεκτες και απορριπτέες, τόσο αντίθετες καθ' αυτές με την έννομη τάξη, που ακόμη και η συναίνεση του παθόντος δεν μπορεί να τις καταστήσει αποδεκτές. Η παραπάνω όμως λογική απαγόρευσης της μπούρκας αντιστρέφει αυτή την αρχή, και οδηγούμαστε έτσι στο παράδοξο να τιμωρούμε μία πράξη, μόνο στο βαθμό που αυτή απορρέει από μία ιδέα! Κάτι τέτοιο όμως θα γειτνίαζε απειλητικά με αποδοκιμασία του ίδιου του ισλάμ, και θα ερχόταν
σε επικίνδυνη τριβή και με την αρχή της ανεξιθρησκείας.
Περαιτέρω, η κυρία Παπαδοπούλου στο κείμενό της γράφει:
«Η συγκεκριμένη ενδυματολογική επιλογή δεν αποτελεί προϊόν αυτονομίας, αλλά της καταπίεσης που οι γυναίκες -ασύγκριτα διεισδυτικότερα από τους άνδρες- υφίστανται από τη θρησκευτική κοινότητα στην οποία ανήκουν. Αν οι γυναίκες αυτές είχαν πραγματικά ανατραφεί σε καθεστώς προσωπικής αυτονομίας, τότε και μόνο τότε οι επιλογές τους θα μπορούσαν να γίνουν δεκτές ως έκφανση προσωπικής αυτοδιάθεσης. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει».
Η αντίληψη περί ατομικής αυτονομίας που κατατίθεται εδώ δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή χωρίς κριτική βάσανο. Ποιο θα ήταν το καθεστώς προσωπικής αυτονομίας στο οποίο αναφέρεται η συγγραφέας; Μήπως αυτό στο οποίο ανατραφήκαμε εμείς; Μήπως διαλέξαμε εμείς, στην ανατροφή μας, τη θρησκεία στην οποία ανήκουμε, τα ρούχα τα οποία φοράμε, την εθνικότητα και τη γλώσσα μας; Μήπως αυτή η στιγμή ανήκει στο μέλλον, όπου τα παιδιά στην ανατροφή τους θα διαλέγουν ελεύθερα τη πολιτιστική παράδοση εντός της οποίας θα μεγαλώνουν; Μα ποτέ δεν θα ήταν δυνατό κάτι τέτοιο, καθώς όλοι γεννιόμαστε εντός μίας κοινωνίας, η οποία φέρει σειρά αξιών και κανόνων, λιγότερο ή περισσότερο ρευστών, λιγότερο ή περισσότερο ανεκτικών αλλά πάντως κανόνων εντός των οποίων – ακόμη και ενάντια σε αυτούς, αλλά πάντα σε σχέση μαζί τους – γεννιόμαστε και ζούμε. Η αυτονομία μας συνίσταται στη δυνατότητα μας να αμφισβητήσουμε - για τον εαυτό μας ή και για ολόκληρη τη κοινωνία – τις υπάρχουσες αξίες και να επιλέξουμε κάποιες άλλες ή να αναζητήσουμε νέες. Αυτό αποτελεί όχι μόνο τη μαγιά της ατομικής ελευθερίας αλλά και της κοινωνικής αλλαγής, και αυτό ακριβώς πρέπει να διαφυλαχθεί με κάθε μέσο.
Αν πάλι η κυρία Παπαδοπούλου πιστεύει ότι κάτι τέτοιο πρέπει να ισχύει αποκλειστικά για το χώρο της θρησκείας - αυτό που ονομάζει ελευθερία από τη θρησκεία (γιατί άραγε μόνο από τη θρησκεία;) - ότι δηλαδή, αν αποτολμήσουμε να το ερμηνεύσουμε, η ανατροφή όλων θα έπρεπε να είναι πλήρως απελευθερωμένη από θρησκευτικά στοιχεία, και η θρησκεία να είναι κάτι που θα επιλέγεται ελεύθερα όταν το παιδί μεγαλώνει, τότε ούτε ακόμη και η Γαλλία δεν μπορεί να πει ότι έχει πετύχει σήμερα κάτι τέτοιο, πόσο μάλλον η Ελλάδα. Πράγμα όμως λογικό, καθώς η θρησκεία, θέλοντας και μη αποτελεί σήμερα βασικό και επιδραστικό στοιχείο όλων των πολιτισμών, στο βαθμό που έχει συμβάλει και συμβάλει ως τα τώρα στη διαμόρφωση του τρόπου που βλέπουμε τον κόσμο και επομένως όχι μόνο στις θρησκευτικές και πνευματικές μας αξίες, αλλά και σε αυτές τις κοινωνικές, πολιτικές οικονομικές κλπ.3 Ακόμη και η διακηρυγμένα πιο άθεη κοινωνία είναι σήμερα βαθύτατα επηρεασμένη από τη θρησκεία με την οποία ήταν συνοδοιπόρος μέσα στην Ιστορία. Το αν στο μέλλον θα μπορέσουμε να «απελευθερωθούμε» από μία τέτοια επίδραση, και αν έστω μία τέτοια απόπειρα θα είχε νόημα ή οφέλη είναι μία μεγάλη και χρήσιμη συζήτηση, που πρέπει όμως να γίνει με προσοχή. Ανεξάρτητα πάντως από όλα τα παραπάνω, το να αποτελέσει μία τέτοια αντίληψη για το μέλλον θεμέλιο για την απαγόρευση συγκεκριμένης συμπεριφοράς μίας μόνο θρησκευτικής ομάδας, μάλλον αυθαίρετο θα ήταν, αλλά και προφανώς ατελέσφορο, καθώς επ' ουδενί μία τέτοια απαγόρευση δεν μπορεί να άρει την ήδη τελεσθείσα καταπάτηση μίας (προκοινωνικής;) αυτονομίας.
Τελειώνοντας, οφείλουμε να πούμε ότι αν υπάρχει μία σχετική κατανόηση, όχι δικαιολόγηση, της πρακτικής αυτή από πλευράς Γαλλίας, μία ανάλογη προσέγγιση (γιατί η ρύθμιση η ίδια θα στερούταν αντικειμένου) στην Ελλάδα θα ήταν πολύ πιο αβάσιμη. Η Γαλλία παραδοσιακά εχθρευόταν οποιαδήποτε εκδήλωση θρησκευτικής συμπεριφοράς στο δημόσιο χώρο της, ακόμη και χριστιανικής. Έτσι είναι έστω συνεπές από την πλευρά της να θέσει ζήτημα νικάμπ. Η Ελλάδα αντιθέτως ποτέ δεν διαχώρισε το δημόσιο χώρο από τις διάφορες θρησκευτικές εκδηλώσεις: αφενός το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα επηρέασε και επηρεάζει βαθιά τη κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική ζωή της χώρας, αφετέρου και το ισλάμ αποτελεί εξίσου σημαντικό παράγοντα διαμόρφωσης της ταυτότητάς της, για προφανείς ιστορικούς λόγους αλλά και για το γεγονός ότι από ιδρύσεως της υπήρχαν στην Ελλάδα Έλληνες μουσουλμάνοι, οι οποίοι επιπλέον απολαμβάνουν -σύμφωνα με το νόμο- μία ευρεία προστασία και υπό το καθεστώς της μειονότητας. Στην απόλυτα υποθετική περίπτωση που μία ανάλογη διαδικασία διαχωρισμού θα είχε τέτοια αφετηρία, αυτό θα ήταν τουλάχιστον ατυχές.
2Αυτή την άποψη φαίνεται να ασπάζεται και το Συμβούλιο της Ευρώπης, που με ψήφισμα του τον Ιούνιο 2010 καταδίκασε την καθολική απαγόρευση της μαντίλας, ενώ αντίθετα θεωρεί ότι κάτι τέτοιο θα ήταν επιτρεπτό σε περιορισμένη έκταση και συγκεκριμένες συνθήκες, για λόγους ασφαλείας.
3αλλά και με τη σειρά της η θρησκεία έχει επηρεαστεί αναπόσπαστα από τις κοινωνικές, πολιτικές κλπ. αντιλήψεις. Το ίδιο το παράδειγμα του νικάμπ είναι χαρακτηριστικό. Παρότι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη θρησκεία (μία συγκεκριμένη ερμηνεία της), η σχετική αντίληψη για τη γυναίκα που το ένδυμα αυτό εμπεριέχει υπερβαίνει κατά πολύ τη θρησκευτική σφαίρα, έχει ρίζες κοινωνικές και πολιτισμικές. Η δε ολοπρόσωπη κάλυψη του προσώπου ήταν παράδοση συγκεκριμένων περιοχών στη Περσία και την Αραβία ακόμη πριν το Ισλάμ. Και βέβαια ούτε η περιοχή μας είναι ξένη με την – μερική έστω – κάλυψη του κεφαλιού των γυναικών. Κατά πόσο βέβαια είναι δυνατό και έχει νόημα εν γένει να διαχωρίσουμε το αν μία συμπεριφορά έχει θρησκευτικές ή κοινωνικές ή πολιτιστικές ρίζες, το αν είναι θρησκευτικής ή άλλης υφής, είναι μάλλον μία ερώτηση που η ίδια η κυρία Παπαδοπούλου θα έπρεπε να θέσει και να απαντήσει. 

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

Ημερολόγιο μοτοσυκλέτας



- Είδα πρόσφατα τα ημερολόγια μοτοσυκλέτας! Υπέροχο! Είμαι ερωτευμένη με τον Τσε! Ταξιδευτής και επαναστάτης! τί τέλειο...

το γέλιο τους απλώνονταν στο μικρό διαμέρισμα. Η ανάσα τους μύριζε ελαφρά κρασί. Ανέμελα, δυνατά, γεμάτα αίμα. Μόλις πέρασαν στην Θεσσαλονίκη για σπουδές. Το βλέμμα τους δε χόρταινε να γυρίζει, να ρουφάει, μία ατέλειωτη και διάχυτη λαχτάρα να «ζήσουν τη ζωή». 

- Πόσο θα ήθελα και γω να γυρίσω τον κόσμο, να εγκατασταθώ κάπου μακρυά, στη Ν. Υόρκη, στο Βερολίνο, στη Κίνα, να γνωρίσω τα πάντα...
είπε ο ίδιος φοιτητής πολιτικών επιστημών που πριν από λίγο δήλωνε ενθουσιώδης πως θα ήθελε να γίνει επανάσταση στην Ελλάδα, γιατί η κατάστασή της πολύ τον πληγώνει. Όπως ήταν φυσικό, τα παιδιά γλυκοκοίταζαν προς τα αριστερά. Φέτος τους συναντούσες σε κάθε πάρτυ και εκδήλωση των «χώρων», σε κάθε πορεία. 

Έτσι κάπως τους γνώρισε. Σε μια συναυλία στο πανεπιστήμιο. Αυτός ήταν στη διοργάνωση, πτώμα, ανυπομονούσε να τελειώσει η όλη φάση και να πάει για ύπνο. Αυτοί τρισευτυχισμένοι. Τον πλησίασαν με δέος, τον ρώτησαν για τους διοργανωτές. «Καλή φάση» του είπαν, «να κάνετε και άλλα τέτοια». Εντυπωσιάστηκαν από τις γνώσεις του για «το χώρο», ποιος είναι ποιος, ποιοι κάναν τη κατάληψη στο παλιό εργοστάσιο, τί έγινε σε εκείνη τη πορεία, γιατί αυτοί δεν μιλούν με τους άλλους. Ειδικά τα κορίτσια τον κοιτούσαν με βλέμμα λαμπερό από ενθουσιασμό. Κολακεύτηκε, άρχισε της αναλύσεις, σχεδόν κόμπαζε, και απαντούσε στις εκδηλώσεις θαυμασμού τους λέγοντας «σιγά το πράμα». Και όντως, σιγά το πράμα. Όποιος τριγυρνούσε λίγο καιρό στα στέκια μάθαινε όλα τα κουτσομπολιά. Δεν ήταν δα και τόσο πολλά. Αλλά ταυτόχρονα φούσκωνε από περηφάνια... έτσι δέχτηκε τη πρόσκλησή τους για το πάρτυ. 

Ήξερε ότι θα το μετανιώσει. Τί δουλειά είχε εκεί πέρα; αλλά για κάποιο περίεργο λόγο, σηκώθηκε και πήγε. Απέρριψε μάλιστα και μία πρόταση παλιού του φίλου. Άρπαξε μια μπουκάλα φτηνό κρασί και τράβηξε για το φοιτητικό σπίτι. Το γνώρισε αμέσως: φώτα και παράθυρα ανοικτά, και από μέσα ακουγόταν δυνατά το «should i stay or should i go» των Clash. Χαμογέλασε. Άραγε να ήταν σύμπτωση; Νευρικά χτύπησε το κουδούνι.

Το πάρτυ δεν ήταν και τόσο άσχημο, τα παιδιά τουλάχιστον περνούσαν πολύ ωραία. Κάθισε δίπλα στη βιβλιοθήκη, έκανε πως χάζευε τα βιβλία. Σιγά σιγά έγινε ένα με το πηγαδάκι που σχηματίστηκε στο πάτωμα του σαλονιού. Το κρασί έφερνε βόλτες. Κουβέντιαζαν για τα πάντα. Για την επανάσταση, τα στέκια της πόλης, τις σπουδές τους, τα όνειρά τους. Έτσι έφτασε η κουβέντα και στον Τσε, αλλά και σε άλλα είδωλα...

- «Ναι αλλά από αυτούς που ξέρετε προσωπικά ποιον θαυμάζετε; ποιου τη ζωή ζηλεύετε»; ρώτησε μία 2οετής φοιτήτρια αρχιτεκτονικής; «Εγώ για παράδειγμα γνώρισα ένα παιδί που είναι στο 7ο έτος, ο οποίος γύρισε όλη την Κίνα μόνος του, γνώρισε κάθε είδους κόσμο, κοιμήθηκε στην ύπαιθρο. Μια φορά μάλιστα του επιτέθηκαν για να τον ληστέψουν, αλλά τελικά κατάφερε και ολοκλήρωσε το ταξίδι του χωρίς πρόβλημα. Κράτησε για έξι μήνες. Τώρα θέλει να πάει λέει περπατώντας μέχρι την Ιερουσαλήμ!»

Γύρισε και κοίταξε το πρόσωπο που έλαμπε προσπαθώντας να κρύψει ένα μειδίαμα που διαγράφονταν στο πρόσωπό του. Όχι ότι δεν του άρεσαν τα πεπραγμένα του πολυτεχνίτη. Άλλωστε είχε και αυτός το μερίδιο του από περιπέτεια. Ένα καλοκαίρι γύρισε με οτοστοπ την Ευρώπη. Τί ταξίδι... για μια στιγμή αναπόλησε, αμέσως όμως το μειδίαμά του νίκησε: τώρα ήταν η ευκαιρία του να εντυπωσιάσει μια και καλή, να κάνει πάταγο. Αλλά κάτι μέσα του δεν έστεκε καλά, κοντοστάθηκε, κοίταξε προβληματισμένος, και τότε ένα νέο μειδίαμα ξεπήδησε στο πρόσωπό του, ένα μειδίαμα διαφορετικό, λίγο ειρωνικό, λίγο πικρό.

- «Εσύ δηλαδή ποιον θαυμάζεις;» ρώτησε η αρχιτεκτόνισα. Γαμώτο με είδαν, δαγκώθηκε αυτός.

- «Ναι εσύ ποιον θαυμάζεις; εγώ δε μπορώ να σκεφτώ κανέναν από γνωστούς και φίλους, μπορείτε εσείς;», είπε μία 1οετής φοιτήτρια νομικής, που τον κοίταζε επίμονα από το προηγούμενο βράδυ.
Σιωπή έπεσε στη παρέα. Για μια στιγμή κοντοστάθηκε, κοίταξε το πάτωμα. Πήρε μια βαθιά ανάσα, και μίλησε:
- «Τη γιαγιά μου».

Γέλιο ξέσπασε στο δωμάτιο. Δεν ήταν αστείο, αλλά το κρασί είχε κάνει τη δουλειά του. Αυτός χαμογέλασε μαζί με τους υπόλοιπους.

- «Γιατί τη γιαγιά σου;» ρώτησε επίμονα η ίδια φοιτήτρια νομικής, η οποία δεν είχε γελάσει καθόλου, μόνο τον κοίταζε απορώντας.

Παγιδεύτηκε, δαγκώθηκε, δεν περίμενε να δοθεί συνέχεια. Αλλά αφού το ξεκίνησε, έπρεπε να το τελειώσει:

- «Γιατί γεννήθηκε σε αγροτικό προσφυγοχώρι της Θράκης, από μάνα που μόλις ήρθε από τη Τουρκία. Ο μπαμπάς της πέθανε όταν ήταν μικρή. Δούλεψε τη γη για όλη της τη ζωή. Γέννησε 5 παιδιά, έχασε το ένα, σπούδασε κάποια από αυτά, και επέμεινε να σπουδάσουν όταν ο άνδρας της έλεγε ότι δεν έφταναν τα λεφτά, που όντως δεν έφταναν. Στα 65 της χρόνια, ο άνδρας της έπαθε εγκεφαλικό και τον φρόντιζε στο κρεβάτι για 10 χρόνια μέχρι αυτός τελικά να φύγει. Της έβγαλε το λάδι. Τον έκλαψε όμως πραγματικά. Αυτή τη γυναίκα θαυμάζω πιο πολύ. Ποτέ δε ξεχνά ούτε τη γιορτή, ούτε τα γενέθλιά μας η γιαγιά. Αν φεύγουμε ταξίδι πάντα παίρνει να ρωτήσει αν φτάσαμε καλά.Και όποτε τη συναντώ καθόμαστε και λέμε ιστορίες απ' τα παλιά, και για το πώς πέρασαν τα χρόνια, και πώς οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν».

Μια βαθιά βουβαμάρα έπεσε στο δωμάτιο. Ακόμη και το cd που έπαιζε είχε τελειώσει.Όσο μιλούσε, το γέλιο που είχε αρχικά προκαλέσει μετατράπηκε αργά σε προσήλωση, και τελικά τα χείλια δαγκώθηκαν. όλοι κοιτούσαν αλλού, μόνο η νομικάρια τον κοιτούσε επίμονα, διερευνητικά, σχεδόν θυμωμένα. 

- «Γεια μας» είπε τότε, και άξαφνα, λυτρωτικά, τα ποτήρια σηκώθηκαν, και η φασαρία ξανάρχισε. Τώρα ακουγόταν σ' όλη τη γειτονιά το τραγούδι των Ten Years After: I'd love to change the world, but i don't know what to do... so i'll leave it up to you...


Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010

Berlin - Αποσπάσματα





Είναι όμορφο το συναίσθημα πως βρίσκεσαι στη καρδιά των πραγμάτων, εκεί που τα πράγματα συμβαίνουν, που γράφεται η ιστορία, πως δεν είσαι πια σε αποικία, σε μέρος ετερόνομο και ρημαγμένο. Αμέσως όμως αντιλαμβάνεσαι πόσο ξένος είσαι σε ξένο σκηνικό. Δεν ξέρω αν οι γερμανοί νιώθουν διαφορετικά. Εγώ πάντως την Ιστορία ακόμη δε τη συνάντησα...


Χιλιάδες σήραγγες διαπερνούν τα σωθικά του,ενώνουν το τεράστιο σώμα του, φέρνουν τον ταξιδιώτη γρήγορα εκεί που θέλει, τόσο γρήγορα. Είναι εντυπωσιακό πως πλέον μεγάλο κομμάτι των πολιτών των μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων περνάει ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του στα υπόγεια...ο σύγχρονος κόσμος έχει επιδοθεί σε όλα του τα πεδία σε μία τιτάνια απόπειρα να φέρει τους ανθρώπους πιο κοντά. Και φαίνεται να τα καταφέρνει, αλλά τα αποτελέσματα δεν ήταν ακριβώς αυτά που αναμενόταν


Η πόλη διατηρεί ακόμη ατόφια την αισιοδοξία της ένωσης δύο κόσμων, σαν φτιασιδωμένη 60άρα...λίγο γοητευτική μα πλέον λίγο αστεία. Ένας λαός ενωμένος πια, κοιτάει με αισιοδοξία το μέλλον. Αλλά το μέλλον, όπως και στο σοσιαλισμό, δε φαίνεται να ρχεται. Αυτή η ρημάδα η μεταβατική φάση, ούτε σαν δικαιολογία δεν εξυπηρετεί πια. Τώρα πλεόν όλα πάνε απλά προς τα πίσω.

Μωσαϊκό γλωσσών και χρωμάτων βρίσκεται παντού γύρω. Ανθρωποι από κάθε γωνιά και για κάθε διαφορετικό σκοπό. Φτωχοί πρόσφυγες από το Αφγανιστάν, αλλά και ανέμελη αμερικανική νεολαία που βρίσκεται στη πόλη με πρόγραμμα φοιτητικών ανταλλαγών, αποφασισμένη να γευτεί την μποέμικη ζωή της ευρωπαϊκής μητρόπολης. Το ότι βέβαια αναφέρομαι πιο λεπτομερώς στη δεύτερη κατηγορία δεν είναι τυχαίο. Τόσοι κόσμοι μέσα σε έναν, άραγε επικοινωνούν; άραγε είναι δυνατόν να επικοινωνήσουν; άραγε είναι δυνατό να μην επικοινωνήσουν; 

Συμβαίνουν τόσα πολλά στο Βερολίνο, που κάποιος θα μπορούσε να χαθεί, εκτός και αν είναι τουρίστας, ή αποφασισμένος να βυθιστεί για καλά στη μελωδική βουή του... τόσα πολλά, αλλά για έναν ξένο τόσο λίγα...

Οι πιο πολλοί θα γελούσαν αν έμπαινε σε σύγκριση το Βερολίνο με τη Θεσσαλονίκη. Εγώ όμως σε κάθε δρόμο ζητώ γνώριμα περάσματα και ήχους, τη φασαρία που τόσο είχα σιχαθεί και τώρα σαν αγαπημένη τη θέλω πίσω. στα πρόσωπα ζητώ γνωστούς. Οι πιο πολλοί φίλοι μου με βλέπουν τυχερό. Εγώ τους καλώ, με φοβέρες και μ' αίματα. Ο ενθουσιασμός τους για το κείθε, η παραίτησή μας. Η ζήλια τους, η μοναξιά μας.


Τελικά ίσως οι άνθρωποι μοιάζουν πιο πολύ με τα δένδρα, παρά με τα πουλιά.ανθούν σε συγκεκριμένα κλίματα, και καλό είναι να μένουν εκεί...


Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

η αξιολόγηση α λα νεολιμπεράλ

από www.sofokleous10.gr



ιδιαίτερα αποκαλυπτικό το παρακάτω κείμενο για το ρόλο των εταιριών αξιολόγησης. Λίγες παρατηρήσεις εκ μέρους μου:

1) έτσι γίνεται αντιληπτή η έννοια της αξιολόγησης εν γένει από τη νεοφιλελεύθερη ελίτ. Αυτού του τύπου η αξιολόγηση είναι που θέλει να διορθώσει το «γραφειοκρατικό» και αναξιόπιστο κράτος. Εδώ βλέπουμε πως όχι μόνο κάθε αξιολόγηση βασίζεται ξεκάθαρα σε μία πολιτική επιλογή - αυτή των κριτηρίων αξιολόγησης και της κατεύθυνσης της κριτικής και άρα της επιθυμητής κατεύθυνσης αναμόρφωσης του κρινόμενου - αλλά ότι συχνά τα κίνητρά της είναι υστερόβουλα έως χυδαία.
2) το γεγονός ότι - κατά τη γνώμη μου - η δήλωση περί κατασκευασμένης κρίσης δε σημαίνει ότι η ελλάδα δεν είχε τεράστιο πρόβλημα χρέους και λίγες δυνατότητες αποπληρωμής του. Σημαίνει ότι η συγκυρία που αυτή η κρίση ξέσπασε, ο λόγος, η πεισματική αντίδραση των αγορών να αλλάξουν την αξιολόγηση παρά τις αρχικές κινήσεις που είχε κάνει η ελλάδα, όλα αυτά πιθανόν να είχαν -κυρίως- μία σειρά κινήτρων ξένων προς τη πραγματική κατάσταση της οικονομίας μας.
3)είναι εξοργιστικό που ένα τόσο απλό κείμενο, που λέει τα απλά και αυτονόητα, μου προξένησε τόσο μεγάλη εντύπωση, καθώς διαφώτισε τη λειτουργία των οίκων αξιολόγησης. Αυτό μπορεί να σημαίνει 2 πράγματα: α) τα διαβάσματα μου για τη κρίση είναι ελλειπή και δε ξέρω τί μου γίνεται, και θα έπρεπε να ντρέπομαι δεδομένου του μορφωτικού μου και καλά επιπέδου β) η διανόηση και η ενημέρωση στην ελλάδα είναι τόσο νωχελική και στείρα, που δεν έχει καταφέρει μέχρι τώρα να καταστήσει σαφή στη κοινή γνώμη τα αυτονόητα και απλούστερα για την οικονομική κρίση. Κάτι τέτοιο μπορεί να προκύπτει είτε από συμφέροντα είτε από αδυναμία. Και τα δύο πάντως κάνουν τη κατάσταση απελπιστική και μειώνουν δραματικά τις δυνατότητες κατανόησης της κατάστασης από το λαό, οπότε και της πιθανής αλλαγής της



Παίζοντας το .. Θεό:Ο μυστικός πόλεμος των εταιρείων αξιολόγησης

ΕκτύπωσηPDF
capitlismsmΗ συζήτηση για τη δύναμη των τριών βασικών εξουσιών,  της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής αλλά και για τη δύναμη των ΜΜΕ, είναι αέναη και τα σκάνδαλα κατάχρησης εξουσίας που κατά καιρούς έχουν ξεσπάσει εντός και εκτός Ελλάδας είναι αμέτρητα. Παρόλα αυτά, η δημοκρατία έχει αναπτύξει αυτοελεγκτικούς μηχανισμούς μέσω των οποίων προσπαθεί να δρα αναγνωριστικά των όποιων καταχρηστικών ή παράνομων συμπεριφορών κατά την άσκηση των παραπάνω βασικών εξουσιών και να επιχειρεί να τιμωρεί τους παραβάτες, έστω και με έμμεσους τρόπους.
Η δημιουργία της χρηματιστηριακής οικονομίας, ωστόσο, το ολοένα αυξανόμενο μέγεθός της και η σταθερά σημαντικότερη επιρροή της στην πραγματική οικονομία, έχουν αναδείξει νέες μορφές και όργανα παγκόσμιας εξουσίας, των οποίων η δύναμη δε γίνεται εύκολα κατανοητή με αποτέλεσμα να περνούν ‘απαρατήρητα’ μέχρι να είναι πολύ αργά για να προστατευτεί κανείς από αυτά, ενώ το βασικό χαρακτηριστικό τους είναι πως δεν υπάρχει κανένας, απολύτως, μηχανισμός ελέγχου και αξιολόγησης τους. Τα όργανα αυτά κρίνουν χωρίς να κρίνονται και οποιαδήποτε απόπειρα αμφισβήτησης των συμπερασμάτων τους αντιμετωπίζεται με καχυποψία και τελικά πέφτει στο κενό.

Ένα από τα ισχυρότερα όργανα παγκόσμιας εξουσίας είναι οι εταιρίες πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s, Fitch και S&P, οι οποίες έγιναν ιδιαίτερα γνωστές στην Ελλάδα για το ρόλο τους στην ελληνική κρίση. Ο βραβευμένος με Πούλιτζερ Αμερικανικός δημοσιογράφος Thomas Friedman, είχε πει χαρακτηριστικά το 1996 σχολιάζοντας τη δύναμη μίας εξ αυτών των εταιριών: ‘Υπάρχουν δύο υπερδυνάμεις στον κόσμο σήμερα, κατά τη γνώμη μου. Είναι από τη μία οι ΗΠΑ και από την άλλη η υπηρεσία πιστοληπτικής αξιολόγησης ομολόγων της Moody’s. Οι ΗΠΑ μπορούν να σε καταστρέψουν με βόμβες και η Moody’s μπορεί να σε καταστρέψει με το να υποβαθμίσει τα ομόλογα σου. Και πιστέψτε με δεν είναι ξεκάθαρο, πάντα, ποιος είναι ο πιο δυνατός από τους δύο.’

Στο μοντέρνο οικονομικό σύστημα οι χώρες και οι εταιρίες βασίζουν σε ένα τεράστιο βαθμό την επιβίωση και το μέλλον τους στη δυνατότητα χρηματοδότησης των αναγκών τους με δανεικά κεφάλαια. Αυτό γίνεται μέσω της έκδοσης ομολόγων τα οποία αποτελούν ομολογία χρέους του δανειζόμενου προς το δανειστή του. Οι εταιρίες πιστοληπτικής αξιολόγησης έχουν δημιουργήσει ένα σύστημα βαθμολογίας των ομολόγων που εκδίδουν τα κράτη και οι εταιρίες, το οποίο συνδέεται άμεσα και αποφασιστικά με την χρηματιστηριακή αγορά εμπορίας χρέους και παροχής δανεικών κεφαλαίων, με μία σχέση πολύ απλή: όσο καλύτερη η βαθμολογία τόσο χαμηλότερο το κόστος δανεισμού και όσο χειρότερη, τόσο υψηλότερο.

Αν, για οποιοδήποτε λόγο, οι εταιρίες πιστοληπτικής αξιολόγησης αποφασίσουν να βαθμολογήσουν με άριστα τα ομόλογα ενός κράτους, μίας εταιρίας κλπ τότε, ασχέτως της πραγματικής τους οικονομικής κατάστασης, θα μπορούν να έχουν πρόσβαση σε δανεικά κεφάλαια με πολύ χαμηλό κόστος και έτσι θα έχουν, πάντα, τη δυνατότητα να επιβιώσουν αλλά και την ευκαιρία και το χρόνο να προβούν στις όποιες διαρθρωτικές κινήσεις απαιτείται προκειμένου να εξυγιάνουν προβληματικούς τομείς τους. Αντίθετα, αν η βαθμολογία γίνει έντονα αρνητική, τότε η στρόφιγγα της χρηματοδότησης κλείνει, προκαλώντας οικονομική ασφυξία ακόμη και στο ισχυρότερο κράτος ή την πιο υγιή εταιρία.

Έτσι, οι εταιρίες πιστοληπτικής αξιολόγησης κρατούν στα χέρια τους τις μοίρες ολόκληρων χωρών και η δύναμη αυτή είναι από μόνη της τρομακτική, πόσο μάλλον όταν σκεφτούμε πως έχουν εμπλακεί, παλαιότερα και πρόσφατα, σε μία σειρά σκανδάλων που αποκαλύπτουν αυτό που, λογικά ισχύει με κάθε άλλη εταιρία αλλά που δε θα έπρεπε να ισχύει στη δική τους περίπτωση, ότι δηλαδή έχουν ως πρωταρχικό σκοπό την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων και όχι του κοινού καλού.

Για παράδειγμα, η Moody’s έχει κατηγορηθεί για εκβιασμό εταιριών, προκειμένου να ενταχθούν στο σύστημα αξιολόγησης της. Σε μία περίπτωση, η Moody’s πλησίασε το γερμανικό ασφαλιστικό κολοσσό Hannover Re, προσφέροντας του ‘δωρεάν αξιολόγηση’ αλλά πήρε αρνητική απάντηση. Η Moody’s συνέχισε να δημοσιεύει δωρεάν αξιολογήσεις της εταιρίας με όλο και χαμηλότερη βαθμολογία επικοινωνώντας μαζί της κατά διαστήματα προκειμένου να αγοράσει τις υπηρεσίες της. Μετά από ένα διάστημα παρατεταμένης άρνησης της Hannover Re να πληρώνει την Moody’s για να αξιολογείται από αυτήν, η Moody’s υποβάθμισε τα ομόλογα της σε ‘junk’, προκαλώντας πανικό στην αγορά, ο οποίος κόστισε στην Hannover Re 175 εκ δολάρια τις πρώτες μόνο ώρες της υποβάθμισης.

Κατά τη διάρκεια του 2007 και όσο η αγορά κατοικίας των ΗΠΑ κατέρρεε, η Moody’s συνεργάστηκε με εταιρίες της Wall Street όπως η Goldman Sachs προκειμένου να της βοηθήσει να κερδίσουν δισεκατομμύρια από το εμπόριο τοξικών ομολόγων, βαθμολογώντας τα με ‘άριστα’ σε όλη τη διάρκεια της κρίσης εξαπατώντας, έτσι, τους επενδυτές και τις εταιρίες που εμπιστεύονταν την κρίση της. Η Moody’s, μάλιστα, τιμωρούσε τα ανώτερα στελέχη και τους υπαλλήλους της που προέβαιναν σε κριτική των πράξεων της και αντάμειβε όσους συμφωνούσαν μαζί της και συνέβαλλαν με θετικές εκθέσεις για τα τοξικά ομόλογα. Η εταιρία μετέθεσε σε άλλα τμήματα της όσους θεωρούσαν τα ενυπόθηκα δάνεια επισφαλή και συγκέντρωσε στο τμήμα αξιολόγησης τους όσους τα θεωρούσαν ασφαλή.

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ εξέδωσε μία έκθεση καταπέλτη για το ρόλο της Moody’s και των ανταγωνιστών της Fitch και S&P στην κρίση της αγοράς κατοικίας και στην μετέπειτα τραπεζική κρίση στις ΗΠΑ, η οποία και αποτέλεσε τον προθάλαμο της παγκόσμιας κρίσης του 2008, αναδεικνύοντας πώς με κίνητρο το προσωπικό τους κέρδος οι εταιρίες αλλοίωσαν τα πραγματικά συμπεράσματα των αξιολογήσεων τους.

Σύμφωνα με συνέντευξη του πρώην μεγαλοστελέχους της Moody’ s Mark Froeba, ο οποίος προσελήφθη σε αυτήν από το 1997, η εταιρία λειτουργεί με γνώμονα το δικό της συμφέρον και όχι το γενικό, πρακτική που όταν έγινε αντικείμενο κριτικής από τον ίδιο και άλλα εννέα στελέχη το 2007, οδήγησε στην περιθωριοποίηση τους εντός της εταιρίας.

Ο Lawrence McDonald, αντιπρόεδρος της Lehman Brothers μέχρι την κατάρρευση της, αναρωτιέται σε βιβλίο του  σχετικά με τις εταιρίες πιστοληπτικής αξιολόγησης: ‘πώς είναι δυνατόν μία κατηγορία ομολόγων να βαθμολογείται με ΑΑΑ τη μία μέρα και την άλλη να υποβαθμίζεται σε junk (σκουπίδια) εκτός και αν έχει συμβεί κάτι εξαιρετικά βλακώδες ή εξαιρετικά ανέντιμο;’ Στην πραγματικότητα οι εταιρίες πιστοληπτικής αξιολόγησης υπερδιπλασίασαν τα κέρδη τους κατά τη διάρκεια της κρίσης, βαθμολογώντας με ΑΑΑ επισφαλή ομόλογα από πιστωτικές κάρτες, στεγαστικά δάνεια, δάνεια για την αγορά αυτοκινήτων που είχαν τιτλοποιηθεί από εταιρίες όπως η Goldman και που πουλιούνταν σε επενδυτικά και ασφαλιστικά ταμεία και σε εταιρίες και ιδιώτες σε ολόκληρο τον κόσμο, μεταφέροντας το ρίσκο από την επερχόμενη κατάρρευση της αξίας τους σε ανυποψίαστους επενδυτές και χαρίζοντας κέρδη που ξεπέρασαν το 1 τρις σε μία ομάδα εταιριών που συνεργάστηκαν αθόρυβα και αποτελεσματικά.

Την ίδια στιγμή, μέλη της ομάδας αυτής, έχοντας εσωτερική πληροφόρηση για την πραγματική ποιότητα των συγκεκριμένων ομολόγων, πόνταραν στην πτώση της αξίας τους κερδίζοντας και πάλι δισεκατομμύρια. Μεταξύ αυτών ήταν και οι Paulson και Soros, δύο από τους ‘χρηματιστηριακούς εκτελεστές’ που κατηγορήθηκαν από το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ πως οργάνωσαν την επίθεση στο ευρώ.

Στις 9 Ιουνίου 2010, ξέσπασε άλλο ένα σκάνδαλο που εμπλέκει τη Moody’s σε απάτη, καθώς η εταιρία ανακοίνωσε πως πρόκειται να βαθμολογήσει με ΑΑΑ εμπορικά στεγαστικά δάνεια τα οποία, σύμφωνα με ανεξάρτητους αναλυτές, θεωρούνται υψηλού ρίσκου και εν δυνάμει άκρως τοξικά. Η αιτιολογία της Moody’s για την εξαιρετικά υψηλή βαθμολογία είναι πως παρέχουν πλεονεκτήματα σε ένα χαρτοφυλάκιο τα οποία έχουν χαρακτήρα αντισταθμιστικό έναντι άλλων επενδυτικών κινδύνων… Την ίδια στιγμή ένα άλλο σκάνδαλο τείνει να αποκαλυφθεί όσο δημιουργείται και έχει να κάνει με την άριστη βαθμολογία των ομολόγων αμερικανικών νομαρχιών και δήμων που βρίσκονται στα όρια της πτώχευσης

Είναι η πρώτη φορά που εκκολαπτόμενα σκάνδαλα πιστοληπτικής αξιολόγησης γίνονται αντιληπτά εν τη γενέσει τους και θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε αν αυτό θα βοηθήσει ώστε να αποφευχθεί άλλη μία κρίση. Μέχρι σήμερα οι αποκαλύψεις του ρόλου των εταιριών αυτών έρχονταν με καθυστέρηση και αφού πρώτα η ζημία είχε γίνει.

Η πρόβλεψη μου είναι πως η ιστορία θα αναδείξει σύντομα και το ρόλο των εταιριών πιστοληπτικής αξιολόγησης και των συνεργατών τους και στη δημιουργία της ελληνικής κρίσης.

Σύμφωνα με τα αποκλειστικά στοιχεία που δημοσίευσα σε προηγούμενο άρθρο μου οι μεγαλύτεροι διεθνείς επενδυτές ΧΑ είναι ταυτόχρονα και μεγαλομέτοχοι των εταιριών πιστοληπτικής αξιολόγησης που υποβάθμισαν τα ελληνικά ομόλογα σε ‘σκουπίδια’ διαλύοντας τη χώρα και προκαλώντας μία άνευ προηγουμένου κρίση η οποία θα μπορούσε και έπρεπε να μην έχει συμβεί ποτέ. Οι ίδιες εταιρίες είναι και μεγαλομέτοχοι της Goldman αλλά και άλλων εταιριών με συμφέροντα στην Ελλάδα, όπως της Siemens, ενώ ανώτατα στελέχη τους και ανεξάρτητοι επενδυτικοί τους σύμβουλοι προέρχονται από την οικογένεια της μεγαλύτερης τραπεζικής δυναστείας στον κόσμο, η οποία παίζει καταλυτικό ρόλο στις νομισματικές και τραπεζικές εξελίξεις στην Ελλάδα εδώ και 200, περίπου, χρόνια. Μέλος αυτής της τραπεζικής δυναστείας είναι ο ιδιοκτήτης της εταιρίας που ξεπούλησε μετοχές της ΕΤΕ στο τελευταίο τρίμηνο του 2009 συμβάλλοντας στο χρηματιστηριακό κραχ.

Και ενώ είναι δικαίωμα του καθενός να πιστεύει στις ‘διαβολικές’ συμπτώσεις και να αμφισβητεί τα στοιχεία που δείχνουν πως η ελληνική κρίση είναι πάρα πολύ πιθανό να είναι, σε μεγάλο βαθμό, κατασκευασμένη, ίσως είναι καλό να θυμόμαστε πως στη χρηματιστηριακή οικονομία το κέρδος βρίσκεται στην κορυφή των προτεραιοτήτων των συμμετεχόντων σε αυτήν και ο τρόπος με τον οποίο αυτό θα επιτευχθεί στον πυθμένα.

Πάνος Παναγιώτου - Διευθυντής ΕΚΤΑ, 3FVIP.com

Κυριακή 13 Ιουνίου 2010

Περί της έννοιας της αυτονομίας



Μεγάλο κομμάτι ομάδων και ατόμων του αντιεξουσιαστικού και αριστερού χώρου αυτοπροσδιορίζεται συχνά χρησιμοποιώντας τον όρο αυτονομία. Τις περισσότερες φορές όμως δεν διευκρινίζεται ακριβώς ποιο είναι το νόημα της αυτονομίας και πώς την αντιλαμβάνονται αυτοί που νιώθουν άνετα υπό τη σκέπη της.
Αν παρ' όλα αυτά προσπαθήσει κανείς να εξάγει συμπεράσματα από το λόγο και τη δράση αυτών, θα διαπιστώσει ότι συχνά η έννοια ταυτίζεται καταρχήν με την έννοια του αυτοπροσδιορισμού, ατομικού ή συλλογικού, ενώ στην πορεία λαμβάνει κυρίως μία αρνητική έννοια, ως «αυτονομία από» κάτι. Έτσι οι «αυτόνομοι» εκφράζουν τον πόθο τους για ανεξαρτητοποίηση από τις νόρμες του κυρίαρχου, από εθνικούς ή φυλετικούς προσδιορισμούς αλλά κυρίως από πολιτικές γραμμές και πειθαρχίες. Αν πάλι αποτολμήσουν να περάσουν από την «αυτονομία από» σε κάποια στοιχειώδη απόπειρα αυτοπροσδιορισμού, συνήθως καταφεύγουν σε ατομικά χαρακτηριστικά και ιδέες - στυλ , ή στην καλύτερη περίπτωση σε πολιτικές ταυτότητες οι οποίες ελλείψει συγκεκριμένου περιεχομένου μάλλον και αυτές ως στυλ θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Τί νόημα προσδίδουν π.χ. οι πλείστοι φερόμενοι ως αναρχικοί στη πολιτική τους ταυτότητα πέραν από αοριστίες του τύπου «κατάργηση κάθε εξουσίας και ιδιοκτησίας»; Είναι η έννοια του αναρχικού στυλ συλλογικός προσδιορισμός μίας κοινότητας που ζητά την αυτονομία της από εξωτερικούς καταναγκασμούς; Είναι η κοινότητα πράγματι ένα σύνολο ομοϊδεατών που επέλεξαν να ζουν μαζί, και μάλιστα εντός μίας ήδη υπάρχουσας κοινωνίας; Ή αφορά τελικά η αυτονομία κάθε είδους μειονοτικές ομάδες εντός μίας κοινωνίας; Όταν από την άλλη οι ιδέες αυτές αποσαφηνίζονται μέσω πιο συγκροτημένων αναλύσεων, στην περίπτωση αυτή συνιστούν μία πολιτική ανάλυση ή ιδεολογία που δεν θα μπορούσε όμως καθ' αυτή σε τίποτα να ομοιάζει με συλλογικό προσδιορισμό.
Τί είναι όμως τελικά η αυτονομία; Ακόμη περισσότερο, δικαιούται κάποιος να αποφανθεί ως προς το γνήσιο νόημα της; Σε κάθε περίπτωση οφείλει ο εκάστοτε χρήστης της έννοιας, και δη αυτός που θεωρεί ότι προσδιορίζεται από αυτήν, να καθιστά σαφή τον τρόπο με τον οποίο την νοεί.
Η αυτονομία λοιπόν φαίνεται να παρουσιάζει ελαφρώς διαφορετικό περιεχόμενο ανάλογα με το επίθετο που την προσδιορίζει. Έτσι υπάρχει η εθνική αυτονομία, η οποία έχει να κάνει συνήθως με την ανεξαρτητοποίηση ενός έθνους από έναν ξένο παράγοντα, π.χ. Ιμπεριαλιστικό, ή και με την σχετική ή απόλυτη ανεξαρτησία μίας εθνότητας – κοινότητας σε σχέση με μία κρατική οντότητα, τη δυνατότητα δηλαδή ενός λαού ή μίας κοινότητας να ορίζει η ίδια τη μοίρα της, να ασκεί η ίδια την πολιτική της1, ακόμη και εάν σε δεύτερο βαθμό εντάσσεται και ενός ευρύτερου πολιτικού μορφώματος, π.χ. ενός κράτους.
Πλησιέστερη στην αρχικά αναφερθείσα έννοια είναι η εργατική αυτονομία, όπως αναπτύχθηκε από τα κινήματα της Νέας Αριστεράς στην Ευρώπη της δεκαετίες '70-'80, και κυρίως στην Ιταλία. Η εργατική αυτονομία εμφανίστηκε ως κριτική στη λενινιστική αριστερά και στην ιδέα της εργατικής πρωτοπορίας. Για την εργατική αυτονομία, το εργατικό επαναστατικό κόμμα, αποτελούμενο από διανοούμενους επαγγελματίες επαναστάτες, που θα είχε το ρόλο της πρωτοπορίας των εργατών και θα οδηγούσε τους τελευταίους στον κομμουνισμό, δεν αποτελεί πραγματικό εργαλείο χειραφέτησης. Οι εργατικές πρωτοπορίες, όπου κατέλαβαν την εξουσία στο όνομα των εργατών, κατέληξαν να την ασκούν προς όφελος των ίδιων, μετατρεπόμενες έτσι σε γραφειοκρατίες και σε μία νέα κυρίαρχη ελίτ που καταπίεζε και εκμεταλλευόταν την εργατική τάξη στη θέση των καπιταλιστών. Αντ' αυτού η εργατική αυτονομία θεωρούσε πως η χειραφέτηση της εργατικής τάξης αποτελεί έργο της ίδιας, ότι οι ίδιοι οι εργάτες έχουν τη δύναμη να οργανωθούν, να ανατρέψουν τον καπιταλισμό και να διοικήσουν τον κόσμο μέσα από τις δικές τους δομές.
Περνώντας τώρα μετά τα παραπάνω στην έννοια της φοιτητικής αυτονομίας θα μπορούσαμε να πούμε ότι, πολύ περισσότερο από την «αυτονομία από» κόμματα και έξωθεν πολιτικές γραμμές, η έννοια της αυτονομίας έχει να κάνει με την «αυτονομία για», τη δυνατότητα του ίδιου του φοιτητικού κινήματος, ή καλύτερα, των ίδιων των φοιτητών ως κοινότητα να αυτοδιοικηθούν και να συμβάλουν στη συνέχεια και στην διοίκηση της κοινότητας στην οποία εντάσσονται, της ακαδημαϊκής. Η άσκηση λοιπόν πολιτικής (όπως νοείται παραπάνω) εκ μέρους των φοιτητών, δεν μπορεί να υποτάσσεται ούτε στις επιταγές του εργατικού ή άλλου κινήματος, αλλά ούτε και σε πολιτικές καθοδηγήσεις κομμάτων και πολιτικών ομάδων. Οι ίδιοι οι φοιτητές, το σώμα αυτών, ως συλλογικό υποκείμενο, οφείλει (ο ενικός για να γίνει σαφές το ενιαίο του συλλογικού προσώπου) να παράξει την δική του πολιτική, να διαμορφώσει τις δικές του θέσεις και απόψεις, και με βάση αυτές να πράξει, ως ανεξάρτητη ύπαρξη, λαμβάνοντας το μερίδιο άσκησης πολιτικής που του αντιστοιχεί εντός ενός θεσμού που, βέβαια, δεν αποτελείται μόνο από φοιτητές, και που επίσης δεν δημιουργήθηκε μόνο για ίδιον όφελος, αλλά για την εξυπηρέτηση κοινωνικών αναγκών. Τα παραπάνω σημαίνουν αναγκαστικά, άσχετα αν γίνεται παραδεκτό, ότι ο συμφοιτητής, ασχέτως των πολιτικών απόψεων που πρεσβεύει, δεν αποτελεί κάποιου είδους ανταγωνιστή ή ταξικό εχθρό, αλλά έναν φύσει συνάδελφο, εξίσου με τους ημετέρους μέλος της ίδιας κοινότητας, και συμπερασματικά ισότιμος με οιονδήποτε άλλον φοιτητή συμμετέχοντα στις διαδικασίες απόφασης, με την ισχύ αλλά και την υποχρέωση υπακοής στην κοινότητα που αυτό συνεπάγεται. Μπορεί βέβαια η ταξική προέλευση δύο φοιτητών να είναι πολύ διαφορετική, και αυτό έχει σημαντικές συνέπειες στον τρόπο που αντιλαμβάνονται το ρόλο και τον τρόπο λειτουργίας του πανεπιστημίου, αλλά κάτι τέτοιο δεν αλλάζει το γεγονός ότι και οι δύο βρίσκονται υπό την ίδια κοινότητα και οφείλουν να συναποφασίσουν για τη μοίρα της, γιατί αυτοί αποτελούν τους κατεξοχήν αρμόδιους για να κρίνουν μία σειρά ζητημάτων περί της λειτουργίας και του ρόλου του πανεπιστημίου. Η αντίθετη άποψη αντιλαμβάνεται το φοιτητικό χώρο κυρίως ως σπαρασσόμενο από ταξικούς ανταγωνισμούς και επομένως καθόλου αυτόνομο να αποφασίζει ως σώμα για τα ζητήματα που τον αφορούν. Επομένως και το σώμα των φοιτητών που αποφασίζει, η γενική συνέλευση, δεν αποτελεί παρά πεδίο μάχης αντικρουόμενων ταξικών συμφερόντων, όπου η επικράτηση των «προλετάριων – επαναστατών» επί των «αστών» και ο έλεγχος του σώματος από τους πρώτους για εξυπηρέτηση του ταξικού ανταγωνισμού αποτελεί τον αποκλειστικό στόχο. Προφανώς το φοιτητικό σώμα δεν είναι καθ' αυτό το κατεξοχήν αρμόδιο, καθώς δεν έχει την απαιτούμενη σύνθεση, για να αποτελέσει εργαλείο ταξικής πάλης. Από την άλλη όμως υπάρχουν ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη λειτουργία και το ρόλο του πανεπιστημίου, ζητήματα πολύ σημαντικά που οφείλουν να αποφασιστούν από το σύνολο της αφορώσας κοινότητας, και που εξ' αντανακλάσεως (βλ. ρόλο της εκπαίδευσης και του επιστήμονα, ρόλο του πανεπιστημίου ως ειδήμονα στην κοινωνία, δωρεάν και δημόσιος ή αγοραίος χαρακτήρας της εκπαίδευσης) επηρεάζουν βαθειά την ίδια τη μορφή και τη λειτουργία της κοινωνίας. Η αριστερά στα πανεπιστήμια έχει πληρώσει πολύ ακριβά την σύγχυση ή την υποβάθμιση του ρόλου του πανεπιστημίου και την συνεπαγόμενη απαξίωση εκ μέρους της των συλλογικών διαδικασιών των φοιτητών και την χρησιμοποίηση του πανεπιστημίου αποκλειστικά ως φυτώριο «επαγγελματιών επαναστατών».
Κάτι θεμελιώδες που επίσης αναγκαία προκύπτει από τα παραπάνω, είναι ότι το συλλογικό πρόσωπο των φοιτητών, για να θεμελιωθεί και να λειτουργήσει, για να μπορέσουν δηλαδή οι φοιτητές να συγκροτηθούν πραγματικά ως σώμα, να εκφράσουν θέσεις και να πράξουν ανάλογα, απαιτούνται διαδικασίες, μέσα από τις οποίες το συλλογικό αυτό πρόσωπο θα μιλά και θα πράττει. Το σώμα λοιπόν χρειάζεται στόμα και χέρια, ειδάλλως δεν είναι σώμα, αλλά ένα συνονθύλευμα μελών, χειρότερο και από τον Φρανκενστάιν, γιατί τα μέλη αυτά δεν ελέγχονται από έναν εγκέφαλο, δεν πράττουν κάτι συγκεκριμένο, αλλά δρουν αλλοπρόσαλλα, χωρίς συντονισμό, χωρίς ειρμό, χωρίς νόημα. Η συμφωνία επάνω σε συγκεκριμένες διαδικασίες, μέσα από τις οποίες το συλλογικό πρόσωπο θα εκφράζεται και θα δρα, δεν είναι άλλη από τη θέσμιση, τη δημιουργία δηλαδή θεσμών, σταθερών διαδικασιών από τις οποίες έχει συμφωνηθεί να συνάγεται με συγκεκριμένο τρόπο η βούληση του σώματος. Οι διαδικασίες αυτές μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο δημοκρατικές, να δύνανται υπό κάθε συνθήκη ή κατά περίπτωση να εκφράζουν με τον καλύτερο τρόπο αυτό που ονομάζουμε συλλογική βούληση, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχουν. Αν δεν υπάρχουν θεσμοί, δεν υπάρχει συλλογικό πρόσωπο. Υπάρχουν μόνο ευκαιριακές συσσωματώσεις θελήσεων, άλλοτε περισσοτέρων και άλλοτε λιγότερων που το αν δρουν για λογαριασμό των ίδιων ή de facto εκφράζοντας τη βούληση των πολλών, μπορεί να το κρίνει, ελλείψει σαφών διαδικασιών, μόνο η ιστορία, ίσως ούτε και αυτή. Ελλείψει λοιπόν θεσμών, δεν υφίσταται αυτονομία, γιατί το υποκείμενο αυτής δεν υπάρχει.
Σημαίνει κάτι τέτοιο, ότι σε οιαδήποτε περίπτωση η βούληση ενός σώματος που προκύπτει από μία θεσμισμένη διαδικασία αντικατοπτρίζει καλύτερα την πραγματικότητα από, για παράδειγμα, μία μαζική και αυθόρμητη κίνηση μεγάλου μέρους του σώματος; Από που και ως που είναι 10 γραφειοκράτες συνδικαλιστές πιο αντιπροσωπευτικοί από μία μάζα χιλίων φοιτητών που διαμαρτύρεται; Είναι το καταστατικό – οι κανόνες με βάσει τους οποίους λειτουργούν οι θεσπισμένες διαδικασίες - ο μόνος γνήσιος ερμηνευτής της βούλησης τους σώματος; Οποιαδήποτε νηφάλια σκέψη δεν θα μπορούσε να απαντήσει θετικά χωρίς τουλάχιστον να προβληματιστεί. Οδηγούμαστε έτσι να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη μίας εν δυνάμει ανταγωνιστικής σχέσης μεταξύ των θεσμισμένων διαδικασιών και αυτού που συμφωνήθηκε ότι εκφράζουν – της βούλησης του συλλογικού προσώπου. Είναι αυτή η αντίφαση πάντα συμφιλιώσιμη; Και αν δεν είναι πάντα συμφιλιώσιμη, εις βάρος τίνος πρέπει να γείρει η πλάστιγγα;
Για να αποφανθούμε σε σχέση με το τελευταίο ερώτημα δεν πρέπει ξαφνικά να πετάξουμε στα σκουπίδια όλες τις παραπάνω παραδοχές. Συλλογικό πρόσωπο χωρίς σταθερές διαδικασίες δεν υφίσταται. Η βούλησή του δεν δύναται να παραμένει ένα μεταφυσικό ζήτημα που θα κρίνεται κάθε φορά κατά το δοκούν. Οι θεσμοί είναι λοιπόν συστατικό στοιχείο αυτού. Από την άλλη, και ιδίως στις εξαιρετικές περιπτώσεις όπου το σώμα βρίσκεται σε αναταραχή εν όψει κάποιου πολύ σοβαρού ζητήματος, οπότε και το ενδιαφέρον του συνόλου των μελών αυξάνεται και τότε αυτά μπαίνουν ορμητικά στην πολιτική, είναι δυνατόν οι διαδικασίες αυτές να καταστούν αρτηριοσκληρωτικές και να λειτουργήσουν παρακωλυτικά στην ουσιαστική πολιτική συμμετοχή των μελών του σώματος, να διαστρεβλώσουν ή να αδυνατούν να εκφράσουν την πραγματική βούληση του σώματος. Σε τέτοιες περιπτώσεις μπορεί ακόμη να προκύψει και η ανάγκη για νέες διαδικασίες διάγνωσης και έκφρασης της συλλογικής βούλησης. Συνήθως βέβαια τέτοιες εκρήξεις είναι αφενός πολυφωνικές και αφετέρου παροδικές. Αφενός δηλαδή δεν δύνανται από μόνες τους και χωρίς συγκεκριμένες πάλι διαδικασίες να εκφράσουν μία μόνη βούληση, και αφετέρου δεν διαρκούν, ώστε να μιλήσουμε για μία παγίωση της αμεσοδημοκρατικής διαδικασίας ικανή να διοικήσει σε βάθος χρόνου το συλλογικό πρόσωπο. Προκύπτει έτσι πάλι επιτακτική η ανάγκη «εκπροσώπησης» του σώματος από τους θεσμούς του.
Τί μπορεί λοιπόν να γίνει για να συμφιλιώσει όσο δυνατόν περισσότερο την αγεφύρωτη αυτή σύγκρουση; Και ποια λύση θα ήταν συνεπής με την αρχή της αυτονομίας του συλλογικού υποκειμένου, που τυπικά (μόνο;) απαιτεί διαδικασίες συγκεκριμένες για τη συγκρότηση και την έκφρασή του, αλλά την ανάγκη αυτή τη θεμελιώνει στη βαθύτερη ανάγκη για μία ουσιαστικά άμεση και καθαρή έκφραση της βούλησης του ίδιου του σώματος, και επομένως οφείλει να παραμένει πάντα ευαίσθητη στη vox populi;
Οφείλουμε λοιπόν να αντιληφθούμε και να δομήσουμε μία διαλεκτική σχέση μεταξύ των θεσμών που εκφράζουν μέσω θεσπισμένων διαδικασιών τη βούληση του σώματος, και την ίδια τη βούληση όπως αυτή πολλές φορές προκύπτει σαφώς και εξωδιαδικαστικά. Πρέπει να κρατήσουμε και να βελτιώσουμε τις διαδικασίες, αναγνωρίζοντας την ανάγκη για σωστή αλλά και σταθερή (και όχι κυμαινόμενη ανάλογα με το ενδιαφέρον για συμμετοχή) εκπροσώπηση του συλλογικού προσώπου, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να έχουμε το ένα αυτί και το ένα μάτι στραμμένο προς αυτό που αποτελεί το πρόσωπο, δηλαδή τα ίδια τα μέλη του και τις επιθυμίες τους, ανεξαρτήτως με ποια διαδικασία αυτές προκύπτουν. Πρέπει, αντί να εγκαταλείπουμε, να κρατήσουμε τους θεσμούς, γιατί είναι απαραίτητο εργαλείο λειτουργίας του συλλογικού προσώπου ακόμη και όταν αυτό βρίσκεται «εν υπνώσει», και βέβαια να τους αναμορφώσουμε προς τη κατεύθυνση που να συμβάλλουν στην όσο μεγαλύτερη ταύτιση της βούλησης του σώματος με τη βούληση των μελών του, στην μεγαλύτερη δυνατή ταύτιση σώματος και εκπροσώπων, και στην όσο γίνεται ισότιμη συνάσκηση εξουσίας από όλα τα μέλη του, κάτι που αποτελεί την ορθότερη οδό για τη διακρίβωση της βούλησης αυτών και επομένως για μία δημοκρατική πολιτική. Την ίδια στιγμή όμως πρέπει να κοιτάμε συνεχώς λοξά και προς τις δυνάμεις αυτές που δεν εκφράζονται απαραίτητα με τις συντεταγμένες διαδικασίες, παρόλα αυτά εκφράζονται σαφώς και με ένταση. Οι δυνάμεις αυτές, ακόμη και σε αντίθεση με το θεσπισμένο, αποτελούν τη καρδιά του σώματος, που στέλνει ίσως αίμα σε μουδιασμένα σε βαθμό σαπίλας ενίοτε μέλη, και δεν πρέπει να τις αγνοούμε, αλλά αντίθετα να τις χρησιμοποιούμε για την αναζωογόνηση του σώματος, για την διάγνωση της θέλησής του και την βελτίωση των διαδικασιών διακρίβωσης της θέλησης αυτής. Αυτή ακριβώς η διαλεκτική σύνθεση αποτελεί την οδό που κατευθύνεται προς τα ποτέ πλήρως υλοποιήσιμα, αλλά πάντοτε άξια διεκδίκησης αγαθά της αυτονομίας και της δημοκρατίας.

1ως πολιτική εδώ νοείται η οργάνωση και διοίκηση της ζωής

Παρασκευή 4 Ιουνίου 2010

γιατί μπαμπα;



«Γιατί ρε πατέρα σ'αυτή τη ρημάδα τη χώρα πρώτοι στο κουρμπέτι να θεωρούνται όσοι έχουν πατήσει επί πτωμάτων;»

μία τέτοια απορία από το στόμα 18χρονου θα είχε ίσως μία σοβαρότητα, αλλά απ'το δικό μου στόμα ξεφεύγει της φαιδρότητας μόνο στα πλαίσια μίας χαλαρής σιχτιροκουβέντας με τον μπαμπά:

«νομίζεις ότι ο κόσμος πραγματικά τους εκτιμά;» ήταν η αφοπλιστική απάντηση από το στόμα ενός πάντα πρακτικού και εύστοχου ανθρώπου. Γι' αυτό έγινε χειρουργός φαίνεται...

Έχει τα δίκια του ο μπαμπάς. Τί ακριβώς έχουν αυτές οι περιπτώσεις ανθρώπων, εκτός από χρήματα, που αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού; Λαμόγια που έβγαλαν χρήματα με κάθε τρόπο, νόμιμο ή παράνομο, σίγουρα όμως ανήθικο. Μήπως οι πισίνες και τα κότερα αναπληρώνουν την απαξίωση συναδέλφων και γνωστών; Τί μπορεί αυτή τη στιγμή να περισώσει την αξιοπρέπεια του Μαντέλη; Και πόσο ευτυχές θα μπορούσε να θεωρηθεί το δια μιζών σπουδαγμένο τέκνο του; Τί ακριβώς θα μπορούσε να καταστήσει τυχερό τον πλούσιο Κούγια, όταν παντρεύτηκε και χώρισε τη μάνα των παιδιών του, μία γυναίκα αμφισβητούμενων ηθών και αναμφισβήτητης ανικανότητας; έναν άνθρωπο που μετέρχεται κάθε απεχθούς μέσου για να κερδίσει μία υπόθεση; Μήπως η εκτίμηση των συναδέλφων και των γύρω του; αρκούν τα χρήματα, ακόμη και για ένα τέτοιο σκουπίδι σαν αυτόν για να τον θεωρήσουμε «ευτυχή;» ή «αγαπητό;»

Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε, με το κίνδυνο να κατηγορηθούμε για αυθαιρεσία, ότι άνθρωποι τοιούτου ποιόντος αποτελούν όντως λόγο αναγούλας για πλήθος ανθρώπων, και ότι η πλειοψηφία διατηρεί μία στοιχειώδη ηθική απαξία για τέτοιες περιπτώσεις, στο βαθμό βέβαια που αυτές γίνονται αντιληπτές. Ερχόμαστε τώρα στη τιβί, και σε πλήθος ανδρικών και γυναικείων περιοδικών. Το πρότυπο του ζάμπλουτου με τη παραμυθένια ζωή ξεχειλίζει από το σύνολο των μέσων ενημέρωσης. Ο Κούγιας ανάγεται στον γνωστότερο (αυτόματα και στον καλύτερο;) δικηγόρο, άνθρωπος ικανός και επιτυχημένος. Μέρα μεσημέρι συζητείται η περίπτωση αλεξανδράτου, η τσόντα και το μεγάλο ποσό που εξοικονόμησε από αυτήν φαντάζουν στην καλύτερη περίπτωση ως τολμηρά, ποτέ όμως, για ένα περίεργο δημοσιογραφικό δέον που προστάζει να γλύφουν κάθε σκουπίδι στο οποίο αναφέρονται,  δεν κρίνεται ως ηθικά μεμπτό, ειδικά όταν αποφέρει πολλά ευρώ. Τί ακριβώς καθιστά πλήθος από αυτά τα υποκείμενα άξιο αναφοράς σε μεσημεριανάδικα και περιοδικά, εκτός του απλού γεγονότος ότι έκαναν κάτι για να προβληθούν, έβρισαν κάποιον, τραγούδησαν περίπου, γδύθηκαν κυρίως, κονόμησαν προπαντός...

Αν λοιπόν μεγάλο κομμάτι της reality και lifestyle ενημέρωσης έχει καταλήξει (ακόντως;) να προβάλει ένα μάτσο σκιές ανθρώπων οι οποίοι τίποτα το αξιόλογο δεν έχουν να μεταδώσουν στην ηδονοβλεπούσα κοινωνία εκτός από την ίδια την εκπόρνευσή τους, αν εν τέλει το μόνο πρότυπο που φέρουν, σε αντίθεση μάλιστα με τα κυρίαρχα και κατ' επίφαση από αυτούς υποστηριζόμενα ήθη και αξίες, είναι αυτό του με κάθε μέσο πλουτισμού και δημοσιότητας (αγαθά αλληλοτρεφόμενα), μήπως είναι καιρός να θεωρηθούν αυτοί και τα μηνύματά τουλάχιστον ταξικά μεροληπτικά, αν όχι εχθρικά προς τον ίδιο το λαό; Γιατί τί άλλο είναι μία μορφή προπαγάνδας που νίπτει τα ανομήματα του χειρότερου και πιο διεφθαρμένου κομματιού της άρχουσας τάξης, που παρουσιάζει το μοντέλο της άνευ ηθικών αναστολών συσσώρευσης πλούτου ως το ιδανικό και αξιοζήλευτο για κάθε οικογένεια; Δεν υπερασπίζεται με κεκαλυμμένο τρόπο όχι μόνο τις αξίες που μας βύθισαν στη διαφθορά και τη παρακμή, τις αξίες που βασίζονται στην εκμετάλλευση των από κάτω, αλλά και τους ίδιους τους φορείς τους; Και εν τέλει δεν νομιμοποιεί την κατοχή εκ μέρους τους ενός πλούτου που είναι σαφέστατα κλεμμένος; Γιατί τί άλλο είναι οι μίζες τις ζίμενς, οι υπέρογκες δικηγορικές αμοιβές που μέρος τους διατίθεται στον χρηματισμό δικαστών, τα εφοπλιστικά κέρδη εις βάρος ασιατών ναυτών, η πολυδιαφημισμένη πορνοαισχροκέρδεια, η λεηλασία των ασφαλιστικών ταμείων κλπ κλπ κλπ κλπ κλπ...;

αν λοιπόν μπαμπά ο λαός αυτός έχει μάτια και δεν χειροκροτεί την διεφθαρμένη πλουτοκρατία του, μήπως θα πρέπει να ρίξει μερικές κλωτσιές και κατά στεφανίδου και λαμπύρη, κατά φώτη και μαρία μεριά; Μηπώς τελικά ο θάνατος του μεσημεριανάδικου και του lifestyle είναι και ταξικό ζήτημα ;)


Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

Η στάση πληρωμών και οι επιπτώσεις της



Παραθέτω το λινκ από άκρως ενδιαφέρον άρθρο του Techie Chan, όπως αναδημοσιεύεται στο εξαιρετικό blog των youpayyourcrisis. Τα ερωτήματα είναι πολλά και η αγωνία για εύρεση πολιτικού μπούσουλα στο χάος της σημερινής κατάστασης μεγάλη. Ελπίζω το άρθρο αυτό, και το site γενικότερα, βοηθήσουν. Ευχαριστώ πολύ τα παιδιά του μπλογκ



http://youpayyourcrisis.blogspot.com/2010/04/teotwayki.html

Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

Probe opened into France Telecom suicides

 http://www.businessweek.com/ap/financialnews/D9EVISR80.htm





The prosecutor's office said Friday the probe follows a complaint last year by a union representing France Telecom employees as well as a report by the state labor inspector into the deaths. The investigation was ordered Thursday.A state prosecutor has ordered an investigation into accusations that harassment by managers at France Telecom was to blame for employee suicides.
Unions blame the suicides on stresses brought on by corporate restructuring. The former state-run company laid off around 22,000 people between 2006 and 2008.
Dozens of French Telecom workers have committed suicide in recent months. Last month, the company unveiled a response plan that included the hiring of thousands of new sales and customer relations workers to ease the work pressures on its current staff.
"At one time, there was an intention to create a sense of frustration so employees would leave. The problem was that it worked too well," said Jean-Paul Teissonniere, a lawyer for the union that filed the complaint.
A France Telecom lawyer disputed that claim.
"One cannot talk about a policy of moral harassment, each suicide must be put in its context," said Claudia Chemarin, a company lawyer.
Concerns over the suicides led the company last year to put its restructuring on hold and conduct a series of meetings with employee representatives to address stress in the workplace.
Chairman Didier Lombard came under fire for his handling of the suicides, and handed over his role as chief executive last month to Stephane Richard.
A report by the French labor inspector's office concluded that 14 cases of suicide, attempted suicide or depression can be considered directly linked with the company's managerial techniques -- such as pressuring employees to change jobs or giving them work the employees considered "devaluing."
The inspector's report found that some of the company's restructuring targets, including layoffs, productivity increases, and thousands of job changes, could constitute moral harassment.
Such alleged tactics came down particularly hard on those employees who retained their civil service status -- with its nearly iron-clad job protections -- from before France Telecom's 

French unease at telecom suicides
French Labour Minister Xavier Darcos is to meet the head of the country's main telecommunications company to discuss a number of suicides among its staff.
Twenty-three employees of France Telecom have killed themselves since the beginning of 2008.
Unions blame tough management methods at the multinational, which was privatised in 1998.
But France Telecom says the rate of suicides is statistically not unusual for a company with a 100,000 workforce.
According to the World Health Organization, France had an annual suicide rate of 26.4 for 100,000 men in 2008. The rate for women was 9.2 suicides per 100,000.
The latest suicide occurred on Friday, when a 32-year-old woman leapt to her death at a France Telecom office in Paris.
On Wednesday, a 49-year-old man in Troyes, east of Paris, plunged a knife into his own stomach during a meeting in which he had been told he was being transferred.
He is being treated in hospital.
Counselling
Mr Darcos is to meet France Telecom chief executive Didier Lombard early next week, a spokesman for the labour ministry announced on Saturday.
The unions say a never-ending drive for efficiency is causing emotional havoc in the workforce - especially among older employees recruited when France Telecom was part of the public sector.
Since privatisation in 1998 some 40,000 jobs have gone, and unions say there is pressure on many employees either to leave or to accept new working conditions.
The management of France Telecom denies that there has been a sudden increase in the suicide rate.
It points out that in the year 2000 there were 28 suicides in the company - a figure which it says is statistically not unusual.
France Telecom says most suicides are prompted by personal, not professional, causes.
However, a BBC correspondent in Paris says the firm concedes that the cultural and organisational changes required by the move from French public monopoly to a competitive multinational were bound to cause stress.
After the latest cases it has promised to hire more counselling staff and to suspend internal job transfers pending new talks with the unions.